Wednesday, June 21, 2006

Μεζεδάκι γενεθλίων

Δέκα λεπτά πριν φύγω από το γραφείο, σας καλώ για ένα μεζεδάκι, βιαστικό.
Όλους. Και κυρίως εκείνους που όλα αυτά τα χρόνια μου γράφουν στο προσωπικό μου μέηλ κάτι αναπάντεχα γράμματα, γεμάτα αγάπη κι αισιοδοξία.
Ανθρώπους που επιλέγουν να μη μιλήσουν φωναχτά, να ψυθιρίσουν στο αυτί μου, ότι συμφωνούν ή ότι διαφωνούν με κάτι και , όπως μυστικά και ήσυχα, να φυσήξουν μέσα στην καρδιά μου το αεράκι της φιλίας.

Θυμάμαι ανθρώπους που ποτέ δεν σχολίασαν ούτε ένα γραπτό μου, που ποτέ δεν σχολίασαν ούτε μια συνταγή μου, να μου γράφουν για να μου πουν ότι μ’ έχουν ανάμεσα στους δικούς τους ανθρώπους. Ότι σ’ ένα κείμενο μου, καθρέφτισαν κάτι από τη δική τους πραγματικότητα. Ή, τι τιμή για μένα, ότι με εμπιστεύονται στην επιλογή μου να στηρίξω το έργο των Δρόμων Ζωής και ότι θέλουν να το κάνουν κι ίδιοι κάτι για αυτό το έργο.

Θέλω να φωνάξω ευχαριστώ σε όλους πολύ δυνατά και ν’ ανοίξω διάπλατα την αγκαλιά μου, να τους βάλω όλους μέσα. Τα γράμματά τους είναι για μένα πανάκριβα δώρα. Είναι πολύτιμα. Τα φυλάω στην καρδιά μου.

Όπως και την αγάπη, όλων των άλλων φίλων, των λίγο πιο ομιλητικών, που γνώρισα στον ιστό και που μου έδειξαν την αγάπη τους με πολλούς τρόπους.

Αν μπορούσατε να έρθετε σπίτι μου απόψε, και να πιούμε ένα ρακάκι σπιτικό, θα σας τράτταρα μια πολύ απλή συνταγή του ποδαριού. Από αυτές που ξεπηδάνε απ’ τα τηγάνια την ώρα που ήρθανε απρόσκλητοι επισκέπτες και που θες οπωσδήποτε να τους βγάλεις κάτι από το χέρι σου, κι όχι σουβλάκια.
Καλοκαιρινή φτωχοσυνταγή αλλά μυρωδάτη κι αγαπημένη. Σας την κερνάω ελπίζοντας ότι αν ερχόμουνα εγώ σπίτι σας, ίσως να με κερνούσατε τυρί, ντομάτα και βρεμένο παξιμάδι, όπως τους πιο δικούς σας ανθρώπους. Τους πιο αγαπημένους.

Κολοκυθοφρουτάλια.

3-4 κολοκυθάκια από φιλικό κήπο
3-4 κρεμμυδάκια φρέσκα
2-3 κλωνάρια φρέσκου δυόσμου.
4 αυγά
Λίγο γάλα
Αλάτι και πιπέρι.

Κόβετε σε ροδέλλες τα κολοκυθάκια. Ομοίως και τα κρεμμυδάκια. Ψιλοκόβετε το δυόσμο.
Σωτάρετε το κρεμμυδάκι και το κολοκύθι σε ελαιόλαδο, ώσπου να μαραθούν ελαφρά. Δεν χρειάζεται να τηγανιστούν πολύ.
Χτυπάτε τα αυγά. Προσθέτετε το γάλα κι συνεχίζετε λίγο το χτύπημα. Προσθέτετε αλάτι και πιπέρι.
Αδειάζετε το μείγμα των αυγών στο τηγάνι με τα κολοκυθάκια.
Όταν η φρουτάλια ψηθεί από τη μια μεριά, την αναποδογυρίζετε.
Σερβίρετε όσο είναι ακόμα ζεστή, σε πολύ αγαπημένους με χωριάτικη σαλάτα και ρακή, ή λευκό κρασί παγωμένο.

Να με χαίρεστε και να σας χαίρομαι κι εγώ.

Tuesday, June 20, 2006

Μεταφοραί – Μετακομίσεις.















ο γιώργος κι εγώ τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας


Μια ανεξήγητη στενοχώρια έχω από χτες και την απέδωσα στο PMS, ίσως εμφανώς επηρεασμένη από την Ελένη. Τέλος πάντων, εγώ όταν έχω στενοχώριες παίρνω τηλέφωνο τον ελπήνορα. Η απαλή του φωνή και η τρυφεράδα του, είναι μαλακτικά της ψυχής και πάντα με παρηγορεί. Πάντα με κάνει να πιστεύω ότι είμαι ακουμπισμένη σ’ ένα μαλακό ροζ μαξιλάρι, όταν του μιλάω.

Σήμερα όμως, στα κοφτο-μακαρονάκι-απανωτά –τηλεφωνήματά μας, μ’ έξυσε λίγο. Κάτι μου είπε για τη χαρά και κατάλαβα ότι ναι, η χαρά, η απλή ανεπιτήδευτη χαρά, ο all time classic χαβαλές, και τα μεγάλα τρανταχτά γάργαρα γέλια μου λείπουν πολύ.

Από νησάκι σε νησάκι της ψυχής πηδώντας, έφτασα μέσα σε μισή ωρίτσα να καταλάβω τι μου έφταιγε. Φεύγει ο αδελφός μου από την Αθήνα. Μετακομίζει. Όχι μακριά σε μια σχεδόν γειτονική πόλη, αλλά φεύγει. Ως σήμερα, ζούσαμε σε απόσταση 5 λεπτών με τα πόδια. Αλλά ας τα πάρω από την αρχή.

Ο Γιώργος είναι δυο χρόνια μικρότερός μου. Τον ξέρω όλη μου τη ζωή. Είναι ο κολλητός των κολλητών μου. Δεν ταιριάζουμε σε όλα. Θα έλεγα μάλιστα ότι είμαστε εντελώς διαφορετικοί. Όμως, αυτή η συνενοχή του μοιράσματος. Αυτή η μοκέτα της ασφάλειας και της απόλυτης αγάπης πάνω στην οποία περπατήσαμε 35 χρόνια, μας κάνει να γελάμε με το παραμικρό. Ακόμα και στη δουλειά μας τη σκληρή κι αδυσώπητη και κλέφτρα δουλειά μας, γελάμε. Γελάμε πηγαίνοντας στο εργοστάσιο, γελάμε γυρίζοντας από πελάτες ή πηγαίνοντας σε υπεργολάβους. Γελάμε όταν μας τρώει το άγχος για μεγάλες συμβάσεις, κι όταν κρυφά και συνενοχικά βρίζουμε τον πατέρα μας. Γελάμε, και κοροιδεύουμε τον κόσμο. Κι είναι τόσο λυτρωτικό αυτό το γέλιο και ήταν τόσο δίπλα μου μέχρι σήμερα, που αυτή τη στενοχώρια της αλλαγής, της απώθησα πολύ ως σήμερα. Τόσο που δεν την είχα δει.

Και πόσο ξαφνιαστικό είναι όταν μια λύπη που δεν την ήξερες βρίσκεται στην καρδιά σου. Μια λύπη που λογικά δεν στέκει γιατί η απόσταση είναι μικρή. Γιατί με το αυτοκίνητο είσαι εκεί σε μια ώρα και βουτάς στη θάλασσα. Γιατί, γιατί, γιατί, η λογική έχει απαντήσεις για όλα. Όμως η ψυχή, έχει το δικό της δρόμο κι αυτό είναι πολύ δύσκολος και μακρύς. Κι αναρωτιέμαι πότε είπα τελευταία φορά στον αδελφό μου πόσο τον αγαπάω. Κι αναρωτιέμαι αν το καταλαβαίνει πόσο τον έχω ανάγκη και πόσο ο απλός τρόπος που αντιμετωπίζει την ζωή, είναι το βαρίδι που δεμένο στον αστράγαλο μου με κρατάει σ’ επαφή με την πραγματικότητα. Πως είναι η γείωση που με προστατεύει από του κεραυνούς. Μάλλον δεν του τα έχω πει ποτέ όλα αυτά και μάλλον δεν θα του τα πω γιατί θα με πιάσουν τα κλάμματα και δεν θα μου βγαίνει λέξη.

Γι αυτό τα λέω σε σας. Μήπως κι εσείς δεν κλαίτε τόσο εύκολα κι αποφασίσετε να πείτε στους δικούς σας αγαπημένους, όχι γιατί πλησιάζει ένα τέλος αλλά γιατί αντέχετε και θέλετε, πόσο τους αγαπάτε.
Όσο για μένα, ο Γιώργος μετακομίζει αύριο, που είναι τα γενέθλιά μου. Ίσως αυτό να μου προξενεί λίγο περισσότερη θλίψη, ίσως όμως να είναι κι ένας τρόπος για να συμβάλλει στην ενηλικίωσή μου, που άργησε 19 χρόνια.

Friday, June 16, 2006

Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη




















Ξύπνησα μ’ ένα δάκρυ σήμερα.
Είναι από αυτές τις μέρες, που το εφηβάκι μέσα μου αρνείται πεισματικά να κλείσει το στόμα του. Μια μαχαιριά μέσα στην καρδιά μου χάσκει εδώ και δώδεκα χρόνια.
Το εφηβάκι ξέρει ότι ο θάνατος είναι οριστικός. Δεν έχει καταλάβει όμως ότι δεν είναι πάντα τέλος. Κι όλο κλαίει σπαρακτικά κάθε τέτοια μέρα, γιατί νομίζει πως τέτοια μέρα θάφτηκε η ομορφιά και το ήθος.
Όταν ο λαχειοπώλης τα’ ουρανού κύτταξε τον καθρέφτη είδε μέσα του μια συνουσία. Στα μάτια μου, ήταν η ένωση της ομορφιάς και του ήθους. Σας το λέω με μεγάλο σπαραγμό. Έχασα την ελπίδα μου στις 15 Ιουνίου του 1994.

Πέθανε ο Μάνος.

Για μας που είμαστε απλώς μονάδες του πληθυσμού αυτής της γης, που δεν συμμετέχουμε στην ιστορία της, δεν την διαμορφώνουμε, το να χαθεί ο οδηγός μας είναι οριστική κι ανυπέρβλητη απώλεια. Για κάποιο λόγο πίστευα ότι ο Μάνος θα ζούσε για πάντα. Ότι δεν θα πέθαινε ποτέ. Ούτε ο θάνατος του κυρίου Νίκου δεν με υποψίασε. Κλείνοντας τα μάτια του ο Γκάτσος δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου ότι θα τα κλείσει κι ο Μάνος. Ο Μάνος ήταν η ομορφιά. Ήταν το ήθος. Η ομορφιά και το ήθος δεν πεθαίνουν.

Πεθαίνουν όμως. Και μείναμε μόνοι μας. Μέσα στο θηρίο της ασχήμιας και με κανένα χορό έτοιμο να το ποδοπατήσει. Το θηρίο έγινε ο βασιλιάς και μετατρέπει σιγά – σιγά τα πάντα γύρω του σε ασχήμια. Και μέσα σ’ αυτή την ασχήμια, καλούμαστε, όχι απλώς να επιβιώσουμε, αλλά να ζήσουμε. Να ζήσουμε με περηφάνια κι αξιοπρέπεια. Δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες…

Το έργο του Μάνου, εξακολουθεί όμως να υπάρχει. Κι έτσι η ψυχή του, η αισθητική του, το καλλιτεχνικό του ήθος, εξακολουθούν να δείχνουν έναν δρόμο, σ’ όποιον θέλει να τον δει. Φοβάμαι μόνο τη μέρα, που το έργο του θα παίζεται μόνο σε επετείους. Μόνο αυτό φοβάμαι. Τη σκύλευση αυτής της μοναδικής κληρονομιάς από τους παραγοντίσκους που ο ίδιος αγνοούσε επιδεικτικά. Την ιδιοποίηση του δώρου του, από αυτούς που λιγότερο τον αγάπησαν. Το είπε εξ’ άλλου ο ίδιος :

«Αυτά όλα που σας διηγήθηκα είναι τα τραγούδια μου. Καθώς καταλαβαίνετε δεν τα έγραψα για να διασκεδάσετε. Τα έγραψα για να τα’ ακούσετε και για να κάνετε δικό σας ό,τι σας ταίριαζε ή ό,τι σας αρμόζει. Τα’ άλλα αφήστε τα για τους άλλους και ό,τι περισσεύει για μένα. Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως τα τραγούδια μου τα ‘γραψα για να συμπληρώσω τα κενά της προσωπικής μου ζωής. Γι’ αυτό και η ευαισθησία μου στον τρόπο που τα αποδέχεστε. Προσοχή! Μη με πληγώσετε παίρνοντας αυτό που σας ανήκει.»

Ξύπνησα μ’ ένα δάκρυ σήμερα. Μια μοναξιά. Μια ψύχρα.

Wednesday, June 07, 2006

Αγάπη μου, είμαστε ένοχοι. Αγάπη μου, και λίγοι.


sad look, originally uploaded by Agron.

Το έγκλημα στη Βέροια, δεν είχε ένα θύμα. Είχε έξι.
Δεν είχε έναν ξένο. Είχε έξι.
Τους ξένους, τόχω ξαναπεί, τους παράγει η κοινωνία.
Η έννοια του ξένου είναι μια έννοια κατασκευασμένη Από αυτούς που έχουν την ανάγκη να νοιώθουν «οικείοι» ενώ οι άλλοι τους βλέπουν σαν ξένους.

Η ανάγκη του ανθρώπου να ξεχωρίζει, να είναι καλύτερος, να είναι τέλειος, προκύπτει από την ανάγκη του για ασφάλεια. Ομοίως και η ανάγκη του ανήκειν. Έτσι ένας άνθρωπος που ανήκει στους καλύτερους, έχει ο καημένος, την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Είμαι τέλειος, άρα είμαι στο απυρόβλητο. Κανείς δεν μπορεί να με αγγίξει. Είμαι ασφαλής. Ανήκω στους πολλούς, άρα θα με προστατέψουν, άρα είμαι ασφαλής. Η ασφάλεια είναι η ισχυρότερη συναλλακτική αξία στη χώρα των συναισθημάτων. Με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι σκοτώνουν για τα χρήματα με τον ίδιο ακριβώς σκοτώνουν για την ασφάλεια.

Φτηνή ψυχολογοδιάρροια? Ίσως. Για μένα όμως τα θύματα είναι 6. Είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας των ξένων, ο Αλεξ, που βαφτίστηκε ξένος γιατί βοήθησε κι η ταυτότητα των γονέων. Είναι όμως και οι ανήλικοι δράστες, που τους έκανε ξένους η υποκριτική κοινωνία μιας εκάστης Βέροιας. Είναι τα παιδιά αυτά που ίσως να ησύχαζαν περισσότερο αν αυτά είχαν βιολογικά σκοτωθεί, παρά τώρα που σκότωσαν βιολογικά, έχοντας τα ίδια μετατραπεί σε νεκροζώντανους άγουρους δολοφόνους.

Είναι ανάγκη να αρθρώσω ποιοι είναι οι πραγματικοί δολοφόνοι? Να το πω κι ας πέσει χάμω. Οι γονείς τους, οι δάσκαλοί τους οι αναίσχυντοι «σημαντικοί άλλοι» στις ζωές τους. Εσείς. Εγώ. Όλοι όσοι, τάχα εμβρόντητοι παρακολουθούμε το χαμό τους αγγέλου από τους δαίμονες. Σας θυμίζω, ότι οι δαίμονες, είναι πεπτωκότες άγγελοι.

Ναι υπάρχει ρατσισμός, υπάρχει ξενοφοβία. Όχι απλώς δεν την αρνούμαι, αλλά προσπαθώ έμπρακτα στη ζωή μου να την νικήσω. Όμως, ας μην καταπίνουμε την καμήλα και διυλίζουμε το κουνούπι. Η παιδική βία, απόρροια της αδιαφορίας και της διάτρησης του κοινωνικού ιστού, είναι το μείζον θέμα σ’ αυτήν την περίπτωση. Ο ρατσισμός ήταν η αφορμή για ένα φόνο που τα παιδιά θα τον έκαναν έτσι κι αλλιώς. Και οι πραγματικοί ένοχοι, οι γονείς τέρατα, οι δάσκαλοι τέρατα, οι γείτονες τέρατα, πρέπει να τιμωρηθούν. Αυτοί χρειάζονται σοφρωνισμό και αναμόρφωση. Αυτοί πρέπει να πληρώσουν το χαμό του άγγελου. Αυτοί που δεν έδωσαν την ελάχιστη αγάπη στα παιδιά που την χρειάζονταν, την ώρα που την χρειάζονταν, για να μείνουν άγγελοι.

Και επιτέλους, αυτή η κτηνωδία, ας γίνει μάθημα σε όλους. Σ’ αυτούς που κάνουν παιδιά να ξέρουν ότι η τεκνογονία είναι δόσιμο απόλυτο και δέσμευση παντοτινή και αυταπάρνηση και προσφορά χωρίς αντάλλαγμα. Αλλιώς να μην κάνουνε παιδιά. Και σε όλους μας, είτε έχουμε, είτε δεν έχουμε παιδιά, ότι τα παιδιά όλου του κόσμου, μας έχουν ανάγκη έμπρακτη. Ότι η συμμετοχή μας είναι απαραίτητη.

Δίπλα μου, σ’ ένα μικρό στενάκι μεταξύ Θησείου και Πετραλώνων, ζει μια ωραία, ήσυχη οικογένεια με 3 παιδιά. Ο πατέρας της οικογένειας, μαζεύει κάθε τόσο τα παιδιά της γειτονιάς, και τους μαθαίνει μπάσκετ στο λόφο του Φιλοπάππου. Είναι χαρά Θεού να βλέπεις την αγάπη και το σεβασμό που του έχουν τα παιδιά και την φροντίδα του ίδιου να ξεχειλίζει από τα στενά όρια του διαμερίσματός του και να αγκαλιάζει και τα παιδιά των γειτόνων. Για όλα τα παιδιά είμαστε υπεύθυνοι. Για όλα. Όλα είναι δικά μας. Και τα λάθη τους, λάθη μας.

Με πολύ βαθειά θλίψη και ενοχή


Magica de Spell