Tuesday, October 25, 2005

Κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής













Η βασιλική του Αγ. Ιωάννου στο Λιλιανό



Το κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε πριν 2 χρόνια, μετά πό μια εκδρομή σαν αυτή που θα κάνω μεθαύριο.
Η ανυπομονησία μου να τη ζήσω είναι τόση, που θέλοντας να τη μοιραστώ μαζί σας σας δίνω να διαβάσετε προπέρσινα ξινά σταφύλια, τότε που το Μέλι ζούσε, το βαφτιστήρι ήταν 3 χρονών και αδυνατούσε να προφέρει τα 2/3 των συμφώνω του ελληνικού αλφαβήτου κι εγώ είχα κατάθλιψη.

Μόλις γυρίσω από την εκδρομή μου, θα σας πω τα καινούργια. Προς το παρόν, βγάζω κάθε λίγο τα εισητήρια και τα κυττάζω με προσμονή και εχτές το βράδυ, έπεσε στο τραπέζι η πρώτη ιδέα τζόγου της φετεινής εκδρομής. Να παίξουμε όλοι μαζί τζόκερ. Προκαταβολικά δηλώνω, οτι αν κερδίσω πολλά λεφτά 1) Θα σταματήσω να δουλεύω, 2ον) δεν θα σταματήσω να bloggάρω (κι όπου θέλω ρεμιζάρω που θα έλεγε και το τραγούδι) και 3ον) θα παραμείνω ένας απλός πάμπλουτος άνθρωπος και θα σας κάνω όλους παρέα (αυτά για να μη σε πιάσουν οι ανασφάλειες αρμυρίκι, εντάξει?)

Καλή ανάγνωση.

..........................................



Η Κρήτη το φθινόπωρο είναι μελαγχολική. Εχει αυτή τη γλυκειά μελαγχολία της φύσης και των ανθρώπων που προετοιμάζονται για το σκοτάδι του χειμώνα. Εχει αυτό το χαρακτηριστικό βλέμμα που κρύβεται κάτω από το έντονο υπερόφρυο και που σκέφτεται τον ελαιώνα, που είναι μίζερος φέτος. Ανομβρία βλέπεις. Που δεν τολμάει να χαρεί με την καινούργια τσικουδιά, η μάλλον που χαίρεται αλλά μια μικρή μαχαιριά στο στέρνο τρυπάει λίγο την χαρά της. Εχει το βλέμμα του Ζαχαρία, του Λευτέρη και της Ερασμίας. Εχει τη μυρωδιά της αγκαλιάς τους και το διαπεραστικό άρωμα της νέας τσικουδιάς.
Πάλι σαν αίμα κύλησε στις φλέβες μου η Κρήτη. Πάλι σαν αιθέριο έλαιο φώλιασε στα ρουθούνια μου και μου ξύπνησε αυτήν την προαιώνια αγωνία για το χειμώνα. Για τη μοναξιά. Για τα μελαγχολικά απομεσήμερα της Κυριακής, που όσοι διεκδικήσαμε το δικαίωμα στην ατελείωτη εφηβεία τα τυλίγουμε ευλαβικά μέσα στα μαλακά μπουρνούζια και τα βρέχουμε με δυο νοσταλγικά δάκρυα. Και τα δάκρυα λάμπουν στον ήλιο που μπαίνει από τη τζαμαρία του αστικού διαμερίσματος με τους φραουλί καναπέδες και τους τοίχους στο χρώμα της σάρκας του μήλου. Δεν είναι εδώ η θέση τους. Είναι στο στρωμένο τραπέζι της Ερασμίας με το λαγό στιφάδο και τους λαχανοντολμάδες με τζατζίκι. Είναι στο τρυφερό της χάδι, στη γλύκα της φωνής της όταν σου λέει «σ’ αγαπάω παιδί μου» στο χέρι της με τα περιποιημένα όμορφα νύχια που ξορκίζει το κακό μάτι στάζοντας λάδι σ’ ένα φλυτζάνι με νερό.
Θυμάμαι την αγκαλιά του Λευτέρη και το θερμό χαιρετισμό του όταν μας είδε να βγαίνουμε από το αυτοκίνητο. Στιβαρή αγκαλιά. Κοφτερός χαιρετισμός. Χαρούμενος. Η φωνή συγκρατημένη μα τα χέρια μοιραία αφημένα να δείξουν την αγάπη. Κι ας φωνάζει από μακριά ότι είναι ματωμένος. Εσφαζε πριν τον φωνάξουμε.
Τι ζεστασιά σ’ αυτό το τραπέζι των δυο ανθρώπων που έχασαν αγαπημένους τους μες στο καλοκαίρι! Ο Λευτέρης τον πατέρα του, έναν ψηλό και ομορφάντρα γέρο Κρητικό. Εναν ντεληκανή που θα μαύρισε πολλές καρδιές με τα γαλανά του μάτια ώσπου να τα κλείσει στα 103 χρόνια του. Η Ερασμία τον αδελφό της στην Καβάλα. Μαύρισε το καλοκαίρι της, μαύρισαν τα ρούχα της, σκοτείνιασε το χαμόγελό της, μα το βλέμμα της ζεστό. Και τι ζεστό, τι φιλόξενο τραπέζι. Ηθελα να μη σταματάω να τρώω για να μην έρθει η ώρα να φύγω. Ο αδελφός μου τάχασε. Τον εξέπληξε η απλόχερη φιλοξενία, η αγάπη που σαν να περπατούσε πάνω στο τραπέζι. Το βραστό αυγό για το βαφτιστήρι που κουρασμένο από το πρωινό ξύπνημα δεν ήθελε να φάει. Το φρέσκο χρυσό αυγό μέσα στο κουπάκι που γρήγορα κι αποφασιστικά του τάισε η Ερασμούλα. Εμπειρη γιαγιά βλέπεις. Η Δήμητρα το πρόσεξε : Πως φαίνεται ο άνθρωπος που έχει εγγόνια, είπε. Σκέφτηκα μέσα μου : Ο άνθρωπος που αγαπάει έμπρακτα.
Το βράδυ κουβέντα γύρω από το τραπέζι και ρακάκια. Είχα καιρό να απολαύσω τον αδελφό μου, τη γυναίκα του, τη φίλη μου τη Λία που για μια φορά ακόμα μας φιλοξενούσε στο διακοσάχρονο σπίτι της. Απλά, ανεπιτήδευτα, ξεκούραστα λόγια ειπωμένα από ανθρώπους που αγαπιούνται αλλά δεν προλαβαίνουν να το πουν ο ένας στον άλλον. Ρακάκια, μεζεδάκια, φρέσκο κρητικό τυρί στην δροσερή αυλή. Το παιδί να τρέχει γύρω γύρω, να πηδάει από αγκαλιά σε αγκαλιά να φωνάζει στη Λία : Λία το χωγιό θου είναι καταπλητικό. Πολύτιμες στιγμές, σπάνιες για μας τα ευσυνείδητα κι αφοσιωμένα στελέχη. Τα συνθηκολογημένα (?) …
Την άλλη μέρα, του Αγ. Δημητρίου, μαζέψαμε με το βαφτιστήρι μου αγριολούλουδα, δώρο για τη μαμά του. Φωτεινό χαμόγελο. Δόντια λαμπερά που λάμπουν απέναντι στα λουλούδια που σφίγγει το μικρό χεράκι. Η αρχέγονη χαρά της μητέρας μπρος στο παιδί της. Κι ύστερα, Αρχάνες. Ενα από τα βραβευμένα χωριά της Ευρωπαικής ένωσης. Και με πόσο απλό τρόπο. Πετάχτηκαν οι θλιβερές πλαστικές πινακίδες με το νεον. Εξοστρακίστηκαν οι πλαστικές καρέκλες. Γίναν όλα ξύλινα. Πινακίδες σεμνές, παραδοσιακές με μαύρες σιδερένιες βάσεις και ταμπέλες φιλοτεχνημένες στο χέρι. Αυλές και πεζόδρομοι γεμάτα λουλούδια. Μπουκαμβίλιες, αγιοκλήματα, κισσοί. Κι αυτό το ανατριχιαστικό μουσείο με ευρήματα από την Τρίτη π.Χ. χιλιετία. Τα κουφάρια των αρχαίων Κρητών κουλουριασμένα μέσα στους πίθους. Τα πατητήρια τους θρόνους τα λαγήνια. Σε τόσο μικρό χώρο πως μπορει να χωράει τόσο μεγάλη ανατριχίλα? Είναι η απόδειξη αυτό το μουσείο ότι οι Κρήτες ήταν ίδιοι και αιώνες πριν. Ασχολιόντουσαν με τη γη. Με το σταφύλι το ιερό, με την ελιά, το στάρι. Λυτρωτικές ασχολίες. Από τότε ως τώρα.
Στην πλατεία των Αρχανών, κουνέλι τηγανητό, αίγα κοκκινιστή, κολοκύθια τσιγαριαστά, βιλάνα στα ποτήρια. Ηλιος γύρω και στα σκαλάκια παιδιά να παίζουν. Μουστάκια γκρίζα στα διπλανά τραπέζια και βροντερές φωνές. Χέρια που σηκωνόντουσαν ψηλά και στόματα που φωνάζανε : «Εις υγεία πάντα γεια!» Κι αλλού: «Εγω μωρέ σας ήφερα επαέ να φάτε.» Απόδειξη ότι δεν την ονειρεύομαι την Κρήτη, υπάρχει. Την ακούνε κι άλλα αυτιά. Τη μυρίζουν κι άλλες μύτες και την γεύονται κι άλλα στόματα.
Το βράδυ βεγγέρα στο σπίτι. Ο Ζαχάρης. Άλλο ένα ζεστό καλοσώρισμα. Κάρβουνα και μπριζόλες. Πατάτες τηγανισμένες στο γκάζι σε παληό τηγάνι. Χοντροκομμένες. Μαρούλια από τον κήπο και κρεμμύδι καφτερό. Ο Ζαχάρης, πήγε κρυφά στο Καστέλι κι αγόρασε μια τούρτα για τη Δήμητρα. Εκπληξη , μαζί με τα φρέσκα λουλούδια στο κανάτι. "Δεν θα πούμε χρόνια πολλά, θα νομίζει ότι το ξεχάσαμε κι όταν έρθει η ώρα θα πεταχτώ εγώ δίπλα από την πίσω πόρτα και θα τα φέρω." Του χάλασαν την έκπληξη Η Ερασμούλα κι ο Λευτέρης που μπήκαν με τα δικά τους τ’ άνθια και την αγκαλιά τους για τη Δήμητρα. Κι έτσι τά φερε κι εκείνος όλα πριν το τραπέζι. Ηρθαν ακόμα κι ο παπάς με την παπαδιά, ο άλλος θείος της Λίας. Άνθρωποι καλοί, απλοί και ζεστοί κι αυτοί. Φάγαμε αγαπημένα, με γέλια και μαντινάδες. Κάθε τόσο έβγαζα την ψυχή μου έξω από την παρέα για να τους καμαρώσω. Για να τους δω από μακριά, να τους θυμάμαι για πάντα. Αυτό το «πανωραίο σόι» που είπε κάποτε ένας αγαπημένος μου φίλους για ένα άλλο σόι, μιαν άλλη χρονιά, σε ένα άλλο αγροτόσπιτο, μιαν άλλη γιορτή, που έμεινε ζωγραφισμένο στην ίδια καρδιά.
Οι πολλοί φύγαν με ευχές κι αγκαλιές και μείναμε οι εκδρομείς γύρω από τα μελαγχολικά μαύρα μάτια του Ζαχάρη που διηγιόταν με την καταπληκτική προφορά και την ζεστή βαθειά φωνή του, ιστορίες από την κατοχή του παππού της Λίας. Μα και τσαμπουκάδες για κορίτσια, και ακόμα ιστορίες με αρκούδες και γύφτους και σκύλους που κυνηγούσαν μόνοι. Νόμιζα ότι ήμουν στη χώρα των Θαυμάτων. Νόμιζα ότι ήμουν μέσα στο ντοκιμαντερ κι ότι έβλεπα με τα ίδια μάτια μου το ψηλό παππού με την γκυλόττα και το κρουσάτο μαντήλι να σφάζει το Γερμανό.
Παραμονή της Εθνικής γιορτής στην πλατεία της Αγ. Αικατερίνης της Σιναΐτισσας ρακάκι με μεζέ. Πλαστικό σημαιάκι και λαχείο αγορασμένο και μοιρασμένο στα τέσσερα. Ονειρα για 2 μέρες, μιας ζωής απαλλαγμένης προσωρινά από τον πονοκέφαλο της τσέπης. Και το απόγευμα – μα αλήθεια τι μελαγχολικά που βραδιάζει νωρίς- στα καζάνια. Που βγαίνει η τσικουδιά.
Καζανάρης ο Χαρίδημος Τζιμπιμπάκης. Στον Αρχάγγελο είναι το πρωτόγονο καζάνι. Εξω από το καστέλι. Σ’ ένα παράπηγμα χτισμένο με μπλόκια (που λένε οι Κρητικοί). Κουβαλήσαμε μια καζανιά στράφυλα. Ισα για να δούμε πως βγαίνει η τσικουδιά. Ρακή τη λένε οι Τούρκοι μού ‘πε ο κυρ Χαρίδημος. Το καζάνι του καίει ξύλα. Τα μοντέρνα με πυρηνάκι (που καίνε δηλαδή πυρήνα ελιάς με εξελιγμένο φλόγιστρο κάτω από το καζάνι) δεν βγάζουνε καλή ρακή. Πρώτα, βγαίνει λιγότερη κι έπειτα καθώς βράζουνε δυνατά τα στράφυλα αναπηδάνε και βάφουνε τη ρακή. Άλλη βγαίνει ροζ, άλλη κίτρινη… Μα ο κυρ Χαρίδημος, μάστορας καζανάρης, έχει τη φήμη ότι βγάζει εξαιρετική ρακή. Σκύβει πάνω από το καζάνι, οι φλόγες γλύφουν τα τοιχώματα και χαηδεύουν τα χέρια του. Στρώνει μέσα αστιβίδα (τα ξερόκλαρα του θάμνου για να μην κολλήσουν τα στράφυλα στο καζάνι και αρπάξει η τσικουδιά) από πάνω αδειάζει τα στράφυλα κι αν δεν έχουν καθόλου χυμό τους προσθέτει λίγο νερό. Το καζάνι του χωράει 129 κιλά στράφυλα. Το πολύ να τους βάλει μια ντενέκα νερό. Απ’ αυτά τα στράφυλα θα βγάλει 30 – 40 κιλά τσικουδιά.
Ο Ζαχάρης ψήνει στην θράκα κολιούς και φυτεύει στο χόβολη πατάτες να γίνουνε οφτές. Δίνει στο Βαγγελάκη πατάτα. Αυτός κλέβει και σταφίδες που ναι σε μια σακκουλιτσα στη μέση του τραπεζιού. Γεμίζει τις τσέπες τις φόρμας του. Τραβάει το πουκάμις του Ζαχάρη και του λέει με δυνατή φωνίτσα : « Κύλιε Δαχάλη, θ’ ευχαλιθτώ που μου δίνεις τόθο ωλαία και νόθτιμη πατατούλα» Κι αργότερα σε μένα. «Ο κύλιος Δαχάληθ μου εδωσε πχιαλάκι» παναπεί ψαράκι. Παναπεί το μικρό τρελλάθηκε μ’ αυτά που είδε στο καζάνι. Φύγαμε από το καζάνι χορτάτοι και γαμάτοι εντυπώσεις.
28η Οκτωβρίου. Επέτειος του «ΟΧΙ». Συννεφιά έξω και καταχνιά. Κανείς δεν έχει όρεξη. Κανείς δεν θέλει να μαζέψει πράγματα. Κανείς δεν θέλει να φύγει από την Κρήτη. Το πρωί, βρίσκουμε τα μπετονάκια με την τσικουδιά που μας άφησε ο Ζαχάρης για τον καθένα. Και μια κότα στο ψυγείο να φτιάξουμε πιλάφι. Μαγείρεψα. Στρώσαμε το τραπέζι. Σε λίγο ήρθε κι ο Ζαχαρίας. Τόλμησα κι έκοψα ένα μαρούλι από τον κήπο χωρίς να ρωτήσω. Το πράσινα φύλλα του μου θύμισαν την περασμένη άνοιξη. Τη ζωή που ξεπεταγόταν από τα σπλάχνα της Κρήτης όπως η χαρά από την καρδιά μου. Μα που πήγε όλη αυτή η χαρά? Την πήρε μαζί του το καλοκαίρι.
Κι άλλα αγκαλιάσματα. Θλιμμένα. «Να ‘ρχεσαι όποτε θέλεις. Το σπίτι δικό σου. Κι ας μην μπορεί η Λία. Και μόνη σου να ‘ρθεις.» «Λία είμαι πολύ θτενοχωλημένοθ. Δε θέλω να φύγουμε.»
Καράβι. Επιστροφή. 8 μπωφώρ. Ξαπλώνω. Αναρωτιέμαι πώς να είναι τα Χριστούγεννα το χωριό. Αχ να μπορούσα να έμενα πίσω…
Εσύ όπου κι αν πας σ’ όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Καλό χειμώνα αδέλφια. Δεν το κέρδισα το λαχείο. Ευτυχώς, μούμεινε η εκδρομή!


...................................

Friday, October 21, 2005

Ευχαριστώ.


Διάβασα σήμερα το πρωί το άρθρο της κυρίας Κόχυλα στα Νέα.
Το βρήκα πάνω στο γραφείο μου μόλις μπήκα. Το είχε κατεβάσει ο Γιωργάκης μας από κάπου στον ιστό και μου το τύπωσε σε Α3, έγχρωμο. Να το δώ, να χαρώ. «Το έχω σώσει και στο δίκτυο», μου είπε. Φαίνεται, ότι δεν είναι μόνο για μένα σημαντικό, να δω το όνομά μου τυπωμένο σε εφημερίδα (και να μην είναι σε αγγελτήριο θανάτου,ή, ακόμα χειρότερα, σε προαναγγελία γάμου). Ευχαριστώ πολύ λοιπόν την κυρία Κόχυλα που με πρόσεξε και με τίμησε έτσι. Και συμφωνώ απόλυτα μαζί της, ότι υπάρχει μια «κάτω από το τραπέζι» γαστρονομική δραστηριότητα, που τη στεγάζει και την αγκαλιάζει εν πολλοίς ο ιστός.

Αυτό το αντάρτικο της γεύσης, εκφράζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την ίδια την Julie Powell, στο blog της, The Julie/Julia Project στο οποίο με πρωτοέστειλε ο kuk και τον ευγνωμονώ γι αυτό.

"But I am strong. And I have had enough. Enough of the $40 olive oils and imported semolina flour and "please, Turkish oregano only." If I read one more dining guru gushing about "honest ingredients, treated with respect," I shall vomit, sir. And "Market Menus"? Dont get me started. The well-meant "food revolution" Alice Waters instigated some thirty years ago has metastasized horribly. The Victorians served Strawberries Romanoff in December; now we demonstrate our superiority by serving our organic, dewy heirloom strawberries only during the two-week period when they can be picked ripe off the vine at the boutique farm down the road from our Hamptons bungalow. People speak of gleaning the green markets for the freshest this, the thinnest that, the greenest or firmest or softest whatever, as if what they're doing is a selfless act of consummate care and good taste, rather than the privileged activity of someone who doesn't have to work for a living.

The more things change, the more they stay the same."

Και μου ‘ρχεται ειλικρινά να τη φιλήσω κάθε φορά που διαβάζω τις φράσεις «εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο», «φρεσκοτριμμένο πιπέρι», και «θαλασσινό αλάτι» σε ένα άρθρο, που απευθύνεται σε Ελληνες. Λες και υπάρχει Ελληνας που δεν έχει στο σπίτι του εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και θαλασσινό αλάτι, ή λες και η ψαρόσουπα της μαμάς μου που έχει πιπέρι πούδρα, αγορασμένο χύμα από την Ευριπίδου, δεν είναι η καλύτερη ψαρόσουπα του κόσμου.

Οι κουζινομπλόγκερς ανά τον κόσμο, αναζητούν την περιπέτεια, δεν υπαινίσσονται ποτέ ότι έφτασαν, ξέρουν ότι ο δρόμος είναι μπροστά και το «ωραίο ταξίδι» τους περιμένει. Και είτε μαγειρεύουν απλά, είτε εξεζητημένα, είναι πάντα απλοί στην ουσία τους γιατί όπως λέει και η κυρία Κόχυλα, δεν περιμένουν ανταπόκριση στην προσφορά τους. Απλώς, δίνουν.

Ευχαριστώ είπα? Ευχαριστώ κυρία Κόχυλα.

Wednesday, October 12, 2005

Σας αρέσουν οι σούπες?







Το ‘χω ξαναπεί, πως έχω ένα κόλλημα μ’ εκείνα τα φαγητά που στο μυαλό μου ταυτίζονται με την αφθονία. Είτε είναι κόκκοι (ρύζια, κους-κους, ζυμαρικά, όσπρια) είτε σούπες σε βαθειά μπωλ, υγρές απαλές, μαλακτικές του λαιμού και της ψυχής…

Το άλλο πράγμα που μ’ αρέσει, είναι τα παράδοξα χρώματα στα πιάτα. Αγαπώ το βελούδινο ρουμπινί χρώμα του ριζόττο ρουμπίνο, το λαμπερό χρυσό του ριζόττο μιλανέζε, την πανδαισία της παέλλιας, το φωτεινό πράσινο της μπιζελόσουπας, το σκούρο γαιώδες καφέ της σούπας με πορτσίνι.

Το πιάτο που θα σας προτείνω σήμερα, είναι συνδιασμός ένος λαμπερού χρώματος και η απαλή, εκ των έσω αγκαλιαστική αίσθηση μιας απαλής σούπας. Κολοκυθόσουπα.!!!!! Υγρός, ζεστός ήλιος σε βαθύ πιάτο.

Θα χρειαστειτε :

1 κιλό κολοκύθα
2 σκελίδες σκόρδο
1 κρεμμύδι ξερό
1 πράσσο
2 καρότα
Λίγη Μαραθόριζα (μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα εξωτερικά φύλλα του φινόκιο που θα κάνετε σαλάτα)
Ελαιόλαδο ή λίγο βουτυράκι (μια φορά, δεν πειράζει)
½ λίτρο ζωμό από κοτόπουλο, ή άλλο κρέας (εννοείται σπιτικό, αλλά αν θέλετε οπωσδήποτε κύβο, τσιμέντο να γίνει, δε μαλώνουμε)
Μπαχαρικά :
Ή αστεροειδή γλυκάνισο (πάει πολύ με τη μαραθόριζα)
Ή κύμινο
Ή κρόκο
Σε καμμία περίπτωση και τα 3 μαζί.
1 κουταλιά κρέμα γάλακτος πυκνή ή στραγγιστό γιαούρτι για κάθε πιάτο
Αλάτι-πιπέρι

Για πάμε γερά!

Καθαρίζουμε την κολοκύθα και την κόβουμε σε μικρά κομμάτια.
Σωτάρουμε στο βουτυράκι κατά προτίμηση, λαδάκι για τους φανατικούς των ειδών υγιεινής, το σκόρδο.
Προσθέτουμε το κρεμμύδι και το πράσσο ψιλοκομένα και σωτάρουμε ώσπου να γίνουν διαφανή.
Προσθέτουμε την κολοκύθα, τη μαραθόριζα και τα καρότα ψιλοκομμένα.
Σκεπάζουμε με ζωμό όλα τα λαχανικά και αφήνουμε τη σούπα να βράσει σε μέτρια φωτιά, ώσπου να μαλακώσουν πολύ όλα τα λαχανικά.
Αν χρησιμοποιήσουμε αστεροειδή γλυκάνισο, τον βάζουμε στην κατσαρόλα από την αρχή του βρασμού, σε ένα διχτάκι, για να μπορούμε να τον ψαρέψουμε.

Όταν τα λαχανικά μαλακώσουν, σουρώνουμε όλη τη σούπα σε σίτα και κρατάμε το ζωμό. Περνάμε τα λαχανικά από το μπλέντερ και ενσωματώνουμε στο ζωμό τον πουρέ τους.
Βάζουμε τη σούπα να πάρει μια τελευταία βράση. Σ’ αυτή τη φάση θα ρίξουμε τον κρόκο (περίπου 20 στήμονες) αν τον χρησιμοποιήσουμε, ή το κύμινο.
Σερβίρουμε τη σούπα σε βαθειά πιάτα ή μπωλ αδειάζοντας στο κέντρο τους μια κουταλιά πυκνή κρέμα γάλακτος ή γιαούρτι σακκούλας.
Συνοδεύουμε με τραγανά σκορδόψωμα.

Καλή όρεξη, καλή ζεστασιά, καλή παρηγοριά… καληνύχτα.

Tuesday, October 11, 2005

η ωραία Ανδριάννα στο μπαλκόνι της














Girl on Balcony
David Magradze


Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά για τους bloggers, από επώνυμους κι ανώνυμους, από εμάς κι από τους άλλους... τι να προσθέσω εγώ? Δεν ήθελα να μιλήσω γι αυτό το θέμα. Τα γράψανε οι εφημερίδες, κάποιοι από εμάς μαλώσανε μεταξύ τους για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο και για το ποιος είναι ποιος... Αλήθεια τι σημασία έχει?

Για μένα καμμιά. Αυτό που είναι για μένα οι bloggers, κι αυτό που είναι για μένα τα blogs, είναι ένα ζωγραφιστό μπαλκόνι. Στο μπαλκόνι αυτό, που θα μπορούσε να το έχει ζωγραφίσει ο Θεόφιλος, κάθονται οι bloggers, ο καθένας στο δικό του, βλέπουν τον κόσμο και μονολογούν. Είναι μόνοι. Εννοώ, μόνοι σ' αυτό το μονόλογο. Δεν περιμένουν απόκριση. Γι αυτό και η χαρά τους δεν κρύβεται όταν την βρουν. Όταν κάποιος τους απαντήσει. Καμμιά φορά, σαν γειτόνισσες μιλάνε με τα διπλανά μπαλκόνια, όμως κατ' ουσίαν είναι μόνοι. Συχνά, θαυμάζουν τις ωραίες αστραφτερές μπουγάδες της μιας γειτόνισσας, ή το καινούργιο φουστάνι της άλλης και το λένε. Όμως δεν βγαίνουν γι αυτό στο μπαλκόνι. Βγαίνουν για να πάρουν αέρα. Γιατί αν δεν μιλήσουν, θα σκάσουν. Κι έχουν έτσι μια ασφάλεια, που προκύπτει από αυτήν ακριβώς την μη ανάγκη της αναγνώρισης που τους χαρακτηρίζει.

Δεν είναι ψωροπερηφάνεια αυτή η στάση. Είναι επίγνωση οτι λένε το μακρύ τους και το κοντό τους και θα το λένε για πάντα what so ever και δεν τους αφορά τι θα πουν οι άλλοι. Σε μερικά blogs αυτό είναι πολύ προφανές. Δεν έχουν καθόλου την αγωνία της επισκεψιμότητας. Δεν αναζητούν κοινό. Κι ενώ είναι βέβαιο οτι τα κείμενά τους ανοίγουν βαθειά αυλάκια στις ψυχές όλων μας, εν τούτοις, ο σχολιασμός τους είναι μικρός. Γιατί? Μα γιατί όλοι εμείς, δυσκολευόμαστε πάντα να μιλήσουμε απέναντι στην αλήθεια. Και γιατί δεν έχει σημασία που εκφράζουν μια υποκειμενική αλήθεια, αυτή, είναι τόσο ειλικρινής και άμεση, τόσο αφοπλιστικά αληθένια αλήθεια, που απλώς μας αφήνει άφωνους.

Αυτή τη μοναξιά αγαπάω στους bloggers, αυτή την αλήθεια κι αυτή σας στέλνω να συναντήσετε σε όλα τα links μου και σε άλλο ένα .

Let me speak no more... αφού μόνο για συνταγές και καταπότια είμαι, τι τι θέλω τη φιλοσοφία?