Tuesday, October 25, 2005

Κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής













Η βασιλική του Αγ. Ιωάννου στο Λιλιανό



Το κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε πριν 2 χρόνια, μετά πό μια εκδρομή σαν αυτή που θα κάνω μεθαύριο.
Η ανυπομονησία μου να τη ζήσω είναι τόση, που θέλοντας να τη μοιραστώ μαζί σας σας δίνω να διαβάσετε προπέρσινα ξινά σταφύλια, τότε που το Μέλι ζούσε, το βαφτιστήρι ήταν 3 χρονών και αδυνατούσε να προφέρει τα 2/3 των συμφώνω του ελληνικού αλφαβήτου κι εγώ είχα κατάθλιψη.

Μόλις γυρίσω από την εκδρομή μου, θα σας πω τα καινούργια. Προς το παρόν, βγάζω κάθε λίγο τα εισητήρια και τα κυττάζω με προσμονή και εχτές το βράδυ, έπεσε στο τραπέζι η πρώτη ιδέα τζόγου της φετεινής εκδρομής. Να παίξουμε όλοι μαζί τζόκερ. Προκαταβολικά δηλώνω, οτι αν κερδίσω πολλά λεφτά 1) Θα σταματήσω να δουλεύω, 2ον) δεν θα σταματήσω να bloggάρω (κι όπου θέλω ρεμιζάρω που θα έλεγε και το τραγούδι) και 3ον) θα παραμείνω ένας απλός πάμπλουτος άνθρωπος και θα σας κάνω όλους παρέα (αυτά για να μη σε πιάσουν οι ανασφάλειες αρμυρίκι, εντάξει?)

Καλή ανάγνωση.

..........................................



Η Κρήτη το φθινόπωρο είναι μελαγχολική. Εχει αυτή τη γλυκειά μελαγχολία της φύσης και των ανθρώπων που προετοιμάζονται για το σκοτάδι του χειμώνα. Εχει αυτό το χαρακτηριστικό βλέμμα που κρύβεται κάτω από το έντονο υπερόφρυο και που σκέφτεται τον ελαιώνα, που είναι μίζερος φέτος. Ανομβρία βλέπεις. Που δεν τολμάει να χαρεί με την καινούργια τσικουδιά, η μάλλον που χαίρεται αλλά μια μικρή μαχαιριά στο στέρνο τρυπάει λίγο την χαρά της. Εχει το βλέμμα του Ζαχαρία, του Λευτέρη και της Ερασμίας. Εχει τη μυρωδιά της αγκαλιάς τους και το διαπεραστικό άρωμα της νέας τσικουδιάς.
Πάλι σαν αίμα κύλησε στις φλέβες μου η Κρήτη. Πάλι σαν αιθέριο έλαιο φώλιασε στα ρουθούνια μου και μου ξύπνησε αυτήν την προαιώνια αγωνία για το χειμώνα. Για τη μοναξιά. Για τα μελαγχολικά απομεσήμερα της Κυριακής, που όσοι διεκδικήσαμε το δικαίωμα στην ατελείωτη εφηβεία τα τυλίγουμε ευλαβικά μέσα στα μαλακά μπουρνούζια και τα βρέχουμε με δυο νοσταλγικά δάκρυα. Και τα δάκρυα λάμπουν στον ήλιο που μπαίνει από τη τζαμαρία του αστικού διαμερίσματος με τους φραουλί καναπέδες και τους τοίχους στο χρώμα της σάρκας του μήλου. Δεν είναι εδώ η θέση τους. Είναι στο στρωμένο τραπέζι της Ερασμίας με το λαγό στιφάδο και τους λαχανοντολμάδες με τζατζίκι. Είναι στο τρυφερό της χάδι, στη γλύκα της φωνής της όταν σου λέει «σ’ αγαπάω παιδί μου» στο χέρι της με τα περιποιημένα όμορφα νύχια που ξορκίζει το κακό μάτι στάζοντας λάδι σ’ ένα φλυτζάνι με νερό.
Θυμάμαι την αγκαλιά του Λευτέρη και το θερμό χαιρετισμό του όταν μας είδε να βγαίνουμε από το αυτοκίνητο. Στιβαρή αγκαλιά. Κοφτερός χαιρετισμός. Χαρούμενος. Η φωνή συγκρατημένη μα τα χέρια μοιραία αφημένα να δείξουν την αγάπη. Κι ας φωνάζει από μακριά ότι είναι ματωμένος. Εσφαζε πριν τον φωνάξουμε.
Τι ζεστασιά σ’ αυτό το τραπέζι των δυο ανθρώπων που έχασαν αγαπημένους τους μες στο καλοκαίρι! Ο Λευτέρης τον πατέρα του, έναν ψηλό και ομορφάντρα γέρο Κρητικό. Εναν ντεληκανή που θα μαύρισε πολλές καρδιές με τα γαλανά του μάτια ώσπου να τα κλείσει στα 103 χρόνια του. Η Ερασμία τον αδελφό της στην Καβάλα. Μαύρισε το καλοκαίρι της, μαύρισαν τα ρούχα της, σκοτείνιασε το χαμόγελό της, μα το βλέμμα της ζεστό. Και τι ζεστό, τι φιλόξενο τραπέζι. Ηθελα να μη σταματάω να τρώω για να μην έρθει η ώρα να φύγω. Ο αδελφός μου τάχασε. Τον εξέπληξε η απλόχερη φιλοξενία, η αγάπη που σαν να περπατούσε πάνω στο τραπέζι. Το βραστό αυγό για το βαφτιστήρι που κουρασμένο από το πρωινό ξύπνημα δεν ήθελε να φάει. Το φρέσκο χρυσό αυγό μέσα στο κουπάκι που γρήγορα κι αποφασιστικά του τάισε η Ερασμούλα. Εμπειρη γιαγιά βλέπεις. Η Δήμητρα το πρόσεξε : Πως φαίνεται ο άνθρωπος που έχει εγγόνια, είπε. Σκέφτηκα μέσα μου : Ο άνθρωπος που αγαπάει έμπρακτα.
Το βράδυ κουβέντα γύρω από το τραπέζι και ρακάκια. Είχα καιρό να απολαύσω τον αδελφό μου, τη γυναίκα του, τη φίλη μου τη Λία που για μια φορά ακόμα μας φιλοξενούσε στο διακοσάχρονο σπίτι της. Απλά, ανεπιτήδευτα, ξεκούραστα λόγια ειπωμένα από ανθρώπους που αγαπιούνται αλλά δεν προλαβαίνουν να το πουν ο ένας στον άλλον. Ρακάκια, μεζεδάκια, φρέσκο κρητικό τυρί στην δροσερή αυλή. Το παιδί να τρέχει γύρω γύρω, να πηδάει από αγκαλιά σε αγκαλιά να φωνάζει στη Λία : Λία το χωγιό θου είναι καταπλητικό. Πολύτιμες στιγμές, σπάνιες για μας τα ευσυνείδητα κι αφοσιωμένα στελέχη. Τα συνθηκολογημένα (?) …
Την άλλη μέρα, του Αγ. Δημητρίου, μαζέψαμε με το βαφτιστήρι μου αγριολούλουδα, δώρο για τη μαμά του. Φωτεινό χαμόγελο. Δόντια λαμπερά που λάμπουν απέναντι στα λουλούδια που σφίγγει το μικρό χεράκι. Η αρχέγονη χαρά της μητέρας μπρος στο παιδί της. Κι ύστερα, Αρχάνες. Ενα από τα βραβευμένα χωριά της Ευρωπαικής ένωσης. Και με πόσο απλό τρόπο. Πετάχτηκαν οι θλιβερές πλαστικές πινακίδες με το νεον. Εξοστρακίστηκαν οι πλαστικές καρέκλες. Γίναν όλα ξύλινα. Πινακίδες σεμνές, παραδοσιακές με μαύρες σιδερένιες βάσεις και ταμπέλες φιλοτεχνημένες στο χέρι. Αυλές και πεζόδρομοι γεμάτα λουλούδια. Μπουκαμβίλιες, αγιοκλήματα, κισσοί. Κι αυτό το ανατριχιαστικό μουσείο με ευρήματα από την Τρίτη π.Χ. χιλιετία. Τα κουφάρια των αρχαίων Κρητών κουλουριασμένα μέσα στους πίθους. Τα πατητήρια τους θρόνους τα λαγήνια. Σε τόσο μικρό χώρο πως μπορει να χωράει τόσο μεγάλη ανατριχίλα? Είναι η απόδειξη αυτό το μουσείο ότι οι Κρήτες ήταν ίδιοι και αιώνες πριν. Ασχολιόντουσαν με τη γη. Με το σταφύλι το ιερό, με την ελιά, το στάρι. Λυτρωτικές ασχολίες. Από τότε ως τώρα.
Στην πλατεία των Αρχανών, κουνέλι τηγανητό, αίγα κοκκινιστή, κολοκύθια τσιγαριαστά, βιλάνα στα ποτήρια. Ηλιος γύρω και στα σκαλάκια παιδιά να παίζουν. Μουστάκια γκρίζα στα διπλανά τραπέζια και βροντερές φωνές. Χέρια που σηκωνόντουσαν ψηλά και στόματα που φωνάζανε : «Εις υγεία πάντα γεια!» Κι αλλού: «Εγω μωρέ σας ήφερα επαέ να φάτε.» Απόδειξη ότι δεν την ονειρεύομαι την Κρήτη, υπάρχει. Την ακούνε κι άλλα αυτιά. Τη μυρίζουν κι άλλες μύτες και την γεύονται κι άλλα στόματα.
Το βράδυ βεγγέρα στο σπίτι. Ο Ζαχάρης. Άλλο ένα ζεστό καλοσώρισμα. Κάρβουνα και μπριζόλες. Πατάτες τηγανισμένες στο γκάζι σε παληό τηγάνι. Χοντροκομμένες. Μαρούλια από τον κήπο και κρεμμύδι καφτερό. Ο Ζαχάρης, πήγε κρυφά στο Καστέλι κι αγόρασε μια τούρτα για τη Δήμητρα. Εκπληξη , μαζί με τα φρέσκα λουλούδια στο κανάτι. "Δεν θα πούμε χρόνια πολλά, θα νομίζει ότι το ξεχάσαμε κι όταν έρθει η ώρα θα πεταχτώ εγώ δίπλα από την πίσω πόρτα και θα τα φέρω." Του χάλασαν την έκπληξη Η Ερασμούλα κι ο Λευτέρης που μπήκαν με τα δικά τους τ’ άνθια και την αγκαλιά τους για τη Δήμητρα. Κι έτσι τά φερε κι εκείνος όλα πριν το τραπέζι. Ηρθαν ακόμα κι ο παπάς με την παπαδιά, ο άλλος θείος της Λίας. Άνθρωποι καλοί, απλοί και ζεστοί κι αυτοί. Φάγαμε αγαπημένα, με γέλια και μαντινάδες. Κάθε τόσο έβγαζα την ψυχή μου έξω από την παρέα για να τους καμαρώσω. Για να τους δω από μακριά, να τους θυμάμαι για πάντα. Αυτό το «πανωραίο σόι» που είπε κάποτε ένας αγαπημένος μου φίλους για ένα άλλο σόι, μιαν άλλη χρονιά, σε ένα άλλο αγροτόσπιτο, μιαν άλλη γιορτή, που έμεινε ζωγραφισμένο στην ίδια καρδιά.
Οι πολλοί φύγαν με ευχές κι αγκαλιές και μείναμε οι εκδρομείς γύρω από τα μελαγχολικά μαύρα μάτια του Ζαχάρη που διηγιόταν με την καταπληκτική προφορά και την ζεστή βαθειά φωνή του, ιστορίες από την κατοχή του παππού της Λίας. Μα και τσαμπουκάδες για κορίτσια, και ακόμα ιστορίες με αρκούδες και γύφτους και σκύλους που κυνηγούσαν μόνοι. Νόμιζα ότι ήμουν στη χώρα των Θαυμάτων. Νόμιζα ότι ήμουν μέσα στο ντοκιμαντερ κι ότι έβλεπα με τα ίδια μάτια μου το ψηλό παππού με την γκυλόττα και το κρουσάτο μαντήλι να σφάζει το Γερμανό.
Παραμονή της Εθνικής γιορτής στην πλατεία της Αγ. Αικατερίνης της Σιναΐτισσας ρακάκι με μεζέ. Πλαστικό σημαιάκι και λαχείο αγορασμένο και μοιρασμένο στα τέσσερα. Ονειρα για 2 μέρες, μιας ζωής απαλλαγμένης προσωρινά από τον πονοκέφαλο της τσέπης. Και το απόγευμα – μα αλήθεια τι μελαγχολικά που βραδιάζει νωρίς- στα καζάνια. Που βγαίνει η τσικουδιά.
Καζανάρης ο Χαρίδημος Τζιμπιμπάκης. Στον Αρχάγγελο είναι το πρωτόγονο καζάνι. Εξω από το καστέλι. Σ’ ένα παράπηγμα χτισμένο με μπλόκια (που λένε οι Κρητικοί). Κουβαλήσαμε μια καζανιά στράφυλα. Ισα για να δούμε πως βγαίνει η τσικουδιά. Ρακή τη λένε οι Τούρκοι μού ‘πε ο κυρ Χαρίδημος. Το καζάνι του καίει ξύλα. Τα μοντέρνα με πυρηνάκι (που καίνε δηλαδή πυρήνα ελιάς με εξελιγμένο φλόγιστρο κάτω από το καζάνι) δεν βγάζουνε καλή ρακή. Πρώτα, βγαίνει λιγότερη κι έπειτα καθώς βράζουνε δυνατά τα στράφυλα αναπηδάνε και βάφουνε τη ρακή. Άλλη βγαίνει ροζ, άλλη κίτρινη… Μα ο κυρ Χαρίδημος, μάστορας καζανάρης, έχει τη φήμη ότι βγάζει εξαιρετική ρακή. Σκύβει πάνω από το καζάνι, οι φλόγες γλύφουν τα τοιχώματα και χαηδεύουν τα χέρια του. Στρώνει μέσα αστιβίδα (τα ξερόκλαρα του θάμνου για να μην κολλήσουν τα στράφυλα στο καζάνι και αρπάξει η τσικουδιά) από πάνω αδειάζει τα στράφυλα κι αν δεν έχουν καθόλου χυμό τους προσθέτει λίγο νερό. Το καζάνι του χωράει 129 κιλά στράφυλα. Το πολύ να τους βάλει μια ντενέκα νερό. Απ’ αυτά τα στράφυλα θα βγάλει 30 – 40 κιλά τσικουδιά.
Ο Ζαχάρης ψήνει στην θράκα κολιούς και φυτεύει στο χόβολη πατάτες να γίνουνε οφτές. Δίνει στο Βαγγελάκη πατάτα. Αυτός κλέβει και σταφίδες που ναι σε μια σακκουλιτσα στη μέση του τραπεζιού. Γεμίζει τις τσέπες τις φόρμας του. Τραβάει το πουκάμις του Ζαχάρη και του λέει με δυνατή φωνίτσα : « Κύλιε Δαχάλη, θ’ ευχαλιθτώ που μου δίνεις τόθο ωλαία και νόθτιμη πατατούλα» Κι αργότερα σε μένα. «Ο κύλιος Δαχάληθ μου εδωσε πχιαλάκι» παναπεί ψαράκι. Παναπεί το μικρό τρελλάθηκε μ’ αυτά που είδε στο καζάνι. Φύγαμε από το καζάνι χορτάτοι και γαμάτοι εντυπώσεις.
28η Οκτωβρίου. Επέτειος του «ΟΧΙ». Συννεφιά έξω και καταχνιά. Κανείς δεν έχει όρεξη. Κανείς δεν θέλει να μαζέψει πράγματα. Κανείς δεν θέλει να φύγει από την Κρήτη. Το πρωί, βρίσκουμε τα μπετονάκια με την τσικουδιά που μας άφησε ο Ζαχάρης για τον καθένα. Και μια κότα στο ψυγείο να φτιάξουμε πιλάφι. Μαγείρεψα. Στρώσαμε το τραπέζι. Σε λίγο ήρθε κι ο Ζαχαρίας. Τόλμησα κι έκοψα ένα μαρούλι από τον κήπο χωρίς να ρωτήσω. Το πράσινα φύλλα του μου θύμισαν την περασμένη άνοιξη. Τη ζωή που ξεπεταγόταν από τα σπλάχνα της Κρήτης όπως η χαρά από την καρδιά μου. Μα που πήγε όλη αυτή η χαρά? Την πήρε μαζί του το καλοκαίρι.
Κι άλλα αγκαλιάσματα. Θλιμμένα. «Να ‘ρχεσαι όποτε θέλεις. Το σπίτι δικό σου. Κι ας μην μπορεί η Λία. Και μόνη σου να ‘ρθεις.» «Λία είμαι πολύ θτενοχωλημένοθ. Δε θέλω να φύγουμε.»
Καράβι. Επιστροφή. 8 μπωφώρ. Ξαπλώνω. Αναρωτιέμαι πώς να είναι τα Χριστούγεννα το χωριό. Αχ να μπορούσα να έμενα πίσω…
Εσύ όπου κι αν πας σ’ όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Καλό χειμώνα αδέλφια. Δεν το κέρδισα το λαχείο. Ευτυχώς, μούμεινε η εκδρομή!


...................................

6 comments:

Τζων Μπόης said...

...μου ΄γνεφε η καρδιά, πάρε μυρουδιά, το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι...

...πως να μην έχω ανασφάλειες αν θα με κάνεις παρέα, ένα σκονισμένο αρμτυρίκι είμαι που το έπιασε ξαφνικά η κάψα να γίνει κονφερασιέ σε Βερολινέζικο καμπαρέ...

Τέλος πάντων, Κρήτη και ξερό ψωμί, όσο πιο μακριά από τις παραλίες τόσο το καλύτερο.

peftasteri said...

ααααχχχχ με σώζει η Ζάκυνθος και δεν κρατιέμαι νά'ρθει τ'αύριο! ναι σου λέω.... αλλιώς θα μαράζωνα στον καναπέ μου ονειρεύοντας μέσα από τις θύμισες σου την Κρήτη που δεν έχω δει ποτέ ....

Ένα γλυκό φιλί στην γλυκιά μαθηματικό μόνο σου ζητώ και εύχομαι τούτο το ταξίδι να είναι ομορφότερο και....πλουσιότερο !!!

Μάκια στο τετράγωνο!!!

Τζων Μπόης said...

ακόμα να μας πεις πως πέρασες βρε Magica στην Κρήτη;
μήπως σου έπεσαν βαριές οι τσικουδιές καρδιά μου;

Magica de Spell said...

μαμά, τάπαμε.
Αυτή η μελαγχολία, κερδίζεται με θυσίες.
Όπως η δική σου μαννουλίστικη ευτυχία, κατακτήθηκε μεταξύ άλλων και με την θυσία αυτής ακριβώς της μελαγχολίας.

Δεν μπορείς, και δεν μπορώ να τά ' χουμε όλα, δυστυχώς.

Sadie said...

Τριγυρνώντας στους blogτοπους, έπεσα και εδω πάνω. Καινούργια είμαι και χάνομαι εύκολα. Περάστε και από μένα μια βόλτα, κερνάω ζεστό καφέ!

Jayson said...

Quite worthwhile information, thanks for your post.
check