Friday, March 31, 2006

Πικραμένη κι απογοητευμένη

Διαβάζω τον thas και τον Big fat opinion και παίρνω λίγο επάνω μου. Λέω, παρά τη διαφωνία, ή εξαιτίας αυτής, υπάρχει ακόμα διάλογος πάνω σε μερικά θέματα που σου θυμίζουν οτι είσαι και κάτι άλλο εκτός από μηχανή παραγωγής, γρανάζι των μοντέρνων καιρών. Χαίρομαι. Γυρνάω στην πίστη μου οτι ο κόσμος αλλάζει, ο κόσμος μπορεί ν' αλλάξει.

Υστερα διαβάζω τον Πάνο, που στα μυστικά του για τη Θεσσαλονίκη μου θυμίζει οτι ο άνθρωπος δεν έχει συνειδητοποιήσει, τις εξής απλές έννοιες :
Το περιβάλλον δεν τον έχει ανάγκη.
Αυτός έχει ανάγκη το περιβάλλον.
Το περιβάλλον αλλάζει αλλά θα συνεχίσει να υπάρχει.
Απλώς δεν ξέρουμε ποια είδη θα μπορούν να επιβιώσουν σ' αυτό εκτός από τις κατσαρίδες.
Το οτι εκδιώκουμε οικοσυστήματα και ωθούμε στην εξαφάνιση είδη με εξαιρετικά συγγενικό DNA προς το δικό μας, δεν μας προβληματίζει?

Παρακαλώ, βάλτε ένα link όπου μπορείτε για το συγκεκριμένο θέμα. Ισως αυτό το μικρό διαδικτυακό αντάρτικο, γίνει αρχή για να σταματήσουν επιτέλους να ανατρέπουν οι λίγοι ηλίθιοι την λογική επιβίωσης ημών των πολλών για λόγους προσωπικού ωφέλους.

Στο κάτω κάτω στο τέλος όλους θα μας φάει η μαρμάγκα!

Tuesday, March 28, 2006

Αν έκανα το τραπέζι στον Κουκουζέλη…

Δεν τον γνωρίζω, μετά από την γνωριμία μου με τον Αθήναιο, έκλεισα θαρρώ ως “blogger meeter”. Δεν έχω καν ακούσει τα γούστα του στο φαγητό κι έχω ανταλλάξει μαζί του μόνο ένα δυο μέηλ. Είναι όμως ο blogger που εκτιμώ περισσότερο κι όταν τον διαβάζω, νοιώθω τα πιο ανάμεικτα (αλλά πάντα θετικά) συναισθήματα. Τόσο ανάμεικτα που αν του έκανα το τραπέζι θα του το έκανα με το ακόλουθο φαί, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά για να καταλάβει πως νοιώθω για το μπλογκ του.

Εχτές λοιπόν το μεσημέρι, βάλε απόγευμα, γύρισα στο σπίτι μου με το σκύλο και τη γειτόνισσα (σχολάμε την ίδια ώρα) και λιώμα από τη δουλειά κι αντικρύζοντας με δέος το υπόλοιπο της ημέρας που περιελάμβανε λούσιμο-χτένισμα, διάλεξη περί χαρακτικής, αγορά καθυστερημένων δώρων (ευτυχώς από το μουσείο), συγύρισμα, πλυντήριο, μαγείρεμα για αύριο, βόλτα σκύλου και άλλες διασκεδάσεις, κρίναμε ότι ήταν σκόπιμο, πριν κάνουμε οτιδήποτε άλλο να επιδοθούμε ακόλαστα στην κατανάλωση μεγάλης ποσότητας υδατανθράκων, προς θρέψιν των λιποκυττάρων μας και αποφυγή της κατάθλιψης. Ώσπου να αφήσω την τσάντα μου και να βγάλω το περιλαίμιο της Μάγιας της Αστραφτερής, η γειτόνισσα είχε βάλει νερό να βράζει. Σε μένα, έμενε το δύσκολο καθήκον ν’ αποφασίσω πως θα φάμε τα ζυμαρικά.

Ακολουθεί παράγραφος ακατάλληλη για ανηλίκους και παρωπιδοφορούντες (και άσχετη με το blog του kuk):

Όπως όλοι ξέρετε, νηστεύω. Νηστεία και εργασία είναι δυο πράγματα πολύ δύσκολο να συνδυαστούν. Ιδίως αν δεν είσαι ο τύπος που μπορεί να ζήσει με εληές και παξιμάδι. Γι αυτό κι έπραξα την εξής ατασθαλία προσφάτως. Πήγα στο σουπλιμάκι, (που λέει κι ένα γνωστό μου παιδάκι το σούπερ μάρκετ) και αγόρασα κονσέρβες. Τόσες κονσέρβες που αν δεν έπινα το χυμό ενός λεμονιού κάθε πρωί και δεν έτρωγα και τα δέοντα ακτινίδια θα είχανε μαυρίσει τα δόντια μου μέχρι τώρα. Το γεγονός ότι ο Αθήναιος δεν με έχει αποκηρύξει ακόμα, αποδεικνύει (ελπίζω) ότι τα δόντια μου τουλάχιστον δεν παρουσιάζουν δείγματα σκορβούτου. Κονσέρβες με μαύρα φασόλια, κονσέρβες με ανανά στο χυμό του, κονσέρβες καβούρι (εδώ θα με αποκηρύξει άλλος φίλος, νησιώτης) κονσέρβες με ντοματάκια πομοντορίνι, κονσέρβες καλαμπόκι. Η χαρά του μπακάλη έγινε το ντουλάπι μου. Εδώ και καιρό έχω καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι αν φερθεί κανείς στις κονσέρβες με στοργή και φαντασία, μπορεί να τις συμπεριλάβει σ’ ένα πιάτο κατά τρόπο ώστε να μη χάσει την αξιοπρέπεια του και να κερδίσει πολύ χρόνο. Βεβαίως εξαρτάται κι από την κονσέρβα. Μερικές, απλώς δεν τις βάζουμε στο σπίτι μας.


Πάστα aspripetraxexaspri











από το mobile.goats.com



1 πακέτο fussili
3 σκελίδες σκόρδο (Κύριε ηλάσθητι τας αμαρτίας ημών)
2 κονσέρβες ψίχα καβουριού (αποφύγετε το ανακατεργασμένο σουρίμι)
Χυμό και ξύσμα 2 λεμονιών
1 ματσάκι σχοινόπρασσο
5-6 φουντίτσες φρέσκο αρισμαρί
5-6 κ.σ. φρέσκο θυμάρι
6 ροδέλες ανανά από κονσέρβα σε χυμό (όχι κομπόστα σε σιρόπι)
2 κ.σ. ταραμά αυθεντικό λευκό
Ελαιόλαδο
Μαύρο πιπέρι (εδώ, επιβάλεται φρεσκοτριμμένο)


Βράζουμε τα ζυμαρικά κατά τα ειωθότα.
Όσο τα ζυμαρικά βράζουν:
Σωτάρουμε ελαφρά το σκορδάκι ψιλοκομμένο στο ελαιόλαδο σε χαμηλή φωτιά
Αδειάζουμε στο τηγάνι το καβούρι και τις 2 κουταλιές ταραμά. Σε πολύ χαμηλή φωτιά το φέρνουμε μερικές βόλτες.
Προσθέτουμε τον ανανά κι ανακατεύουμε κουνώντας το τηγάνι.
Προσθέτουμε το ξύσμα και το χυμό των λεμονιών. Καλό είναι το ξύσμα να το βγάλουμε με ένα ζέστερ σε λεπτότατες λωριδούλες κι όχι σε σκόνη όπως βγαίνει από το τριφτάκι, ώστε να φαίνεται.
Τελικά προσθέτουμε τα μυρωδικά ψιλοκομμένα.
Αδειάζουμε τα βρασμένα ζυμαρικά στο τηγάνι και ανακατεύουμε καλά.
Σερβίρουμε αμέσως στα πιάτα στολίζουμε με τις ροδέλλες του ανανά και τρίβουμε από πάνω μπόλικο μαύρο πιπέρι.

Σουρεάλ? Κι όμως είναι ένα πολύ νόστιμο κι ελαφρύ πιάτο που γίνεται σε χρόνο dt. Ο ταραμάς του προσθέτει την απαιτούμενη θαλασσίλα που λείπει από το κονσερβοποιημένο καβούρι. Αλλά ύστερα, ποιος θα είχε ολόκληρο φρέσκο κάβουρα και θα τον έφτιαχνε με πάστα? Εγώ, πάντως, όχι! Δοκιμάστε το και πείτε μου τη γνώμη σας.

Το συνόδεψα με σπιτική ρακή, το μόνο «επιτραπέζιο αλκοόλ» που βρίσκεται στο διαλυμένο, κατεστραμμένο σπιτικό μου, που συντηρείται με κονσέρβες. Εννοείται, πως στη διάλεξη, πήγα ολίγον γκολ.

Kuk, στην υγειά σας.

Magica de Spell

Tuesday, March 21, 2006

Γιατί βαθιά μου δόξασα


Black Clyde
Originally uploaded by .Oss..

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...


Αγγελος Σικελιανός

Monday, March 20, 2006

Να σας ζητήσω μια χάρη?

Όπως σίγουρα όλοι ακούσατε, το Σάββατο που πέρασε, ήταν η δέκατη επέτειος από το θάνατο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

Γύρισα σήμερα το πρωί στο γραφείο, σίγουρη ότι η μπλογκόσφαιρα θα ήταν γεμάτη από λόγια γραμμές κι αφιερώσεις σ’ αυτή, την τόσο σημαντική επέτειο. Έψαξα σε όλα τα λινκς μου και δεν βρήκα τίποτε σχετικό, παρεκτός ένα μικρό μικρό σχολιάκι σ’ ένα άρθρο του πιτσιρίκου.

Θέλω να πιστεύω ότι η ημέρα αυτή πέρασε ντούκου γιατί ο καθένας τη θεώρησε τόσο σημαντική που δυσκολεύτηκε να μοιραστεί τα συναισθήματά του. Γιατί ίσως αφιερώθηκε στην ανάγνωση έργων του ποιητή και δεν πρόλαβε να γράψει γι αυτόν. Γιατί, η ζωή είναι τόσο πολύπλοκη και δύσκολη και σκληρή που το ξέχασε. Αρνούμαι να πιστέψω ότι απλώς αδιαφορήσαμε συλλογικά για κάτι τέτοιο.

Θα σας πω τι είναι αυτό που με έκανε να στραφώ στην ποίηση. Τα τελευταία χρόνια, μερικοί το ξέρετε, πέρασα πολλά και δύσκολα, ανάμεσα σ’ αυτά και μια πολλή βαριά κατάθλιψη. Κάποια στιγμή, σε μια αναζήτηση, βρήκα ένα δικτυακό τόπο που φιλοξενεί ποιήματα των σημαντικότερων Αγγλόφωνων ποιητών. Θυμήθηκα τότε την αγάπη που είχα για την ποίηση από παιδί. Την αγάπη που εν μέρει μου εμφύσησε η μητέρα μου και που σ’ αυτήν βρήκε διέξοδο η δύσκολη εφηβεία μου. Θυμήθηκα την καθηγήτριά μου στα Νέα Ελληνικά την δεσποινίδα Ελπίδα Γούναρη, που η ματιά της πάνω στην ποίηση μ’ έσπρωξε να δω τους άλλους κόσμους, τους παράλληλους της ύπαρξής μου, της γλώσσας μου, της ψυχικής μου πατρίδας. Κι έτσι άρχισα να κάνω κάτι απλό. Κάθε πρωί, μόλις έμπαινα στο γραφείο, ξεκινούσα τη μέρα μου διαβάζοντας ένα ποίημα. Θυμήθηκα τον Σεφέρη, τον Ελύτη, μεγάλη μου αγάπη και οδηγό στο πανεπιστήμιο στους Γάλλους σουρρεαλιστές, τον Ελιοτ, το Ρίτσο, που τον ξαναβρήκα στα Ερωτικά του, ανακάλυψα την Κική Δημουλά, ξαναανακάλυψα τον Μπάυρον, αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Poe, την Plath, τι να σας λέω μεγάλο ταξίδι.

Έτσι ξεκίνησε και ο Προμηθέας Λυόμενος. Αυτό έτσι κι αλλιώς ήταν το πρώτο μου μπλογκ. Η ποίηση μ’ έκανε να σκεφτώ, ότι τίποτε από ότι σκέφτομαι να εκφράσω κάθε στιγμή δεν είναι καινούργιο και καινοτόμο στον χώρο της νόησης. Είμαι μια μετριότητα. Κάποιοι άλλοι, και μάλιστα πολύ ταλαντούχοι το έχουν εκφράσει με έναν συχνά ανυπέρβλητο τρόπο. Αναζητώντας λοιπόν τον δικό τους τρόπο να εκφράσουν κάτι που νοιώθω ή σκέφτομαι κι εγώ, βρίσκομαι συχνά μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο στην ομορφιά, τον πόνο, την λύπη τη χαρά την αισιοδοξία, την ίδια την ουσία της ζωής. Σ’ ένα παράθυρο ανοιχτό στο στοχασμό.

Πάνω σ’ αυτή τη βάση και μια και η επέτειος το θανάτου του σημαντικότερου κατ’ εμέ Ελληνα ποιητή του 20ου αι. πέρασε στ’ αζήτητα από τους μπλόγγερς, σας ζητάω μια χάρη. Βρείτε ένα ποίημα κι αναρτήστε το στο μπλογκ σας αυτή την εβδομάδα, σε όποια γλώσσα θέλετε. Αύριο, είναι η Παγκόσμια μέρα της ποίησης. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να δούμε πόσο η ποίηση μπορεί να αλλάξει την καθημερινότητά. Πόσο μπορεί «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» χρησιμοποιώντας τα φτερά της.

Σας ευχαριστώ προκαταβολικά,

Magica de Spell ή
Emotional Anaemia

(όπως προτιμάτε)

Βαριά η καλογερική…

Νηστεία. Φαίνεται ατελείωτη. Είναι δύσκολη και είναι μόνο η αρχή!!!
Το κύριο πρόβλημα στη νηστεία, είναι ότι τα νηστίσιμα φαγητά έχουν «πολύ εργατικό» που λέει κι η μαμά της φίλης μου της Χάρης. Για ένα working girl σαν ελόγου μου, που έχει συνηθίσει στις μαγειρικές του μισάωρου, τα νηστίσιμα φαγητά, φαίνονται Οδύσσεια. Αυτό ήταν που με ώθησε να περάσω όλη τη χτεσινή ημέρα, μαγειρεύοντας.

Ξεκίνησα το Σάββατο, κατεβαίνοντας στην κεντρική αγορά της Αθήνας, στην Αρμοδίου. Αγόρασα 200 είδη χόρτα, με σκοπό την Παρασκευή χορτοπιτών και μυρωδικά βεβαίως τόσο για τις ωμές σαλάτες, όσο και για τα αγαπημένα μου, all time favourite της νηστείας, τα ντολμαδάκια γιαλαντζί.

Είναι αστείο αλλά έμαθα να φτιάχνω ντολμαδάκια, από την τηλεόραση. Όχι όμως κάποια εκπομπή μαγειρικής, αλλά βλέποντας τη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, στην ασπρόμαυρη τιβί των παιδικών μου χρόνων. Θυμόμουν για χρόνια την Λωξάντρα να λέει στον Ταρνανά, ότι ο γιαλαντζί ντολμάς θέλει μπόλικο σκορδάκι και κρεμμυδάκι και μπόλικο δυόσμο και μαιδανό. Αυτή η κλασσική αξία της ισορροπίας όχι μόνο της γευστικής αλλά και της πεπτικής, αλλά και η υπερβολή των εδεσμάτων και των ποσοστήτων ήταν που έκανε τη Λωξάντρα τόσο υπαρκτή στα μάτια μου και τόσο αληθινή. Βλέπετε η Λωξάντρα ήταν για μένα το δύο σ’ ένα του παιδικού μου κόσμου. Υπερβολική, πληθωρική και τρυφερή σαν την θεία μου την Ελένη και ισόρροπη, τακτική και αφέντρα του νοικοκυριού της σαν τη γιαγιά μου.

Έφτιαξα για πρώτη φορά γιαλαντζί ντολμάδες, την ίδια χρονιά που έφτιαξα για πρώτη φορά χειροποίητο χαρταετό. Ήταν η Κυριακή της Τυρινής του 1995, στην Αίγινα. Σε μια από κείνες τις τεράστιες παρέες που δεν υπάρχουν πια, σε μια εκδρομή που έγινε θεσμός για τις Απόκριες. Είχα αγοράσει κόλλες γλασσέ, κόλλα «γόμα», καλούμπα καναβένια για νάναι ελαφριά, αμπελόφυλλα, ρυζάκι, σκορδάκι κρεμμυδάκι και 3 ματσάκια δυόσμο, άνιθο και μαιδανό. Αυτά καθιερώθηκαν στη ζωή μου έκτοτε ως σύνεργα της Καθαρής Δευτέρας. Την Κυριακή λοιπόν της Τυρινής, με τα νύχια μου βαμμένα κατακόκκινα από το χτεσινό ξενύχτι της Αποκριάς, τύλιγα ντολμαδάκια, την ώρα που η παρέα κοιμόταν, στην ηλιόλουστη βεράντα της Αίγινας, δίπλα στον ολοκαίνουργο πανώριο χαρταετό μου. Τα ντολμαδάκια μου κάνανε θραύση. Ο χαρταετός επίσης. Και μόνο ένας είπε : «εγώ προτιμώ τα Ζαναέ» και μετά από 3 χρόνια χωρίσαμε. Πόσα ν’ αντέξει ο άνθρωπος…

Φέτος, πέρασα την καθαρή Δευτέρα με μανιτάρια πορτομπέλο γεμιστά με αρωματικά χόρτα και ξηρούς καρπούς, όλα αγορασμένα από τη Λαική της οδού Portobello στο Notting Hill. Είχα πάει να δω τα’ αδέρφι μου, το «οικονομικός μετανάστης» στη Λόντρα. Κι έτσι, ούτε αετός φτιάχτηκε, ούτε ντολμαδάκια. Μόνο εχτές, έστρωσα τα αμπελόφυλλα στο τραπεζάκι του σαλονιού και βλέποντας για 120η φορά τον «πατέρα της νύφης», τύλιξα καμμιά 50αριά γιαλαντζί ντολμαδάκια. Γίνανε σούπερ.

Βέβαια η μέρα μου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ασπρίζοντας αμύγδαλα για το χαλβά, καθαρίζοντας μισό κιλό ζωχούς, μισό κιλό παπαρούνα δύο ματσάκια μυρώνια δυο ματσάκια λάπαθα για πίττα και μισό κιλό σταμναγκάθι για σαλάτα. Την πίτα θα την φτιάξω σήμερα, γιατί εχτές δεν άντεχα ν’ ανοίξω φύλλο. Τελειώνοντας όμως τα ντολμαδάκια, έφτιαξα και τον χαλβά με τη γνωστή συνταγή 1-2-3-4.
Αν σας έρθει ποτέ η όρεξη για ντολμαδάκια γιαλαντζί, να ξέρετε ένα πράγμα. Τα ντολμαδάκια δεν είναι δύσκολα. Είναι πανεύκολα. Το μόνο που θέλουν είναι λίγη υπομονή για το τύλιγμα. Αν μάλιστα δεν έχετε υπομονή, είναι μια καλή άσκηση για να αποκτήσετε.
Τα ντολμαδάκια χρειάζονται βεβαίως, αμπελόφυλλα. Αν έχετε πρόσβαση σε φρέσκα, είστε τυχεροί. Αν όχι, μη σκάτε. Πάρτε αμπελόφυλλα κονσέρβας. Σας διαβεβαιώ, ότι είναι ελάχιστος συμβιβασμός. Αν τα περιποιηθείτε όπως τους αξίζει, δεν θα καταλάβετε τη διαφορά. Κι όπως λέει κι ο Αθήναιος, πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου, μην ακούτε τα θέσφατα των κολλημένων που σας απομακρύνουν από την κουζίνα. Η ουσία είναι στη χαρά της δημιουργίας και στην απόλαυση της γεύσης, η γκρίνια είναι για τους γεροντοκόρους.

Πάρτε λοιπόν τα εξής :

Μια κονσέρβα αμπελόφυλλα, ή περίπου 150 γρ. φρέσκα, ζεματισμένα.
Λίγο παραπάνω από μια κούπα ρύζι (οι περισσότεροι θα σας προτείνουν καρολίνα, εγώ βάζω νυχάκι)
3 μεγάλα κρεμμύδια ψιλοκομμένα με το χέρι
3-4 σκελίδες σκόρδο
½ ματσάκι μαιδανό
½ ματσάκι δυόσμο
½ ματσάκι άνιθο
Χυμό 4 λεμονιών
¾ κούπας ελαιόλαδο
½ κούπα νερό (για τη γέμιση)
Αλάτι πιπέρι.


Για πάμε γερά!

Στο μισό λάδι, σωτάρουμε το κρεμμύδι, ώσπου να γίνει διαφανές, σε μέτρια φωτιά.
Προσθέτουμε το σκορδάκι σε φετούλες. Το φέρνουμε μια δυο γυροβολιές να βγάλει το άρωμά του.
Προσθέτουμε το ρύζι και το καβουρδίζουμε ελαφρά.
Προσθέτουμε το μισό χυμό λεμονιού, τα μυρωδικά ψιλοκομμένα, το νερό, αλάτι και πιπέρι και αφήνουμε τη γέμιση σκεπασμένη να σιγοβράσει για λίγη ώρα ώσπου να πιεί τα υγρά της.
Εν τω μεταξύ αν έχουμε φύλλα κονσέρβας τα έχουμε πλύνει και στραγγίξει, αν έχουμε φρέσκα, τα έχουμε ζεματίσει και τα απλώνουμε στην επιφάνεια εργασίας.
Τυλίγουμε τα ντολμαδάκια ως εξής :
Απλώνουμε ένα φύλλο με ην γυαλιστερή μεριά προς τα κάτω. Στη βάση του φύλλου αδειάζουμε ένα κουταλάκι του γλυκού φουσκωτό από τη γέμιση. Διπλώνουμε προς τα μέσα τη δεξιά και την αριστερή πλευρά του φύλλου ώστε να σκεπάσουν τη γέμιση. Στη συνέχεια τυλίγουμε το ντολμαδάκι σαν πουράκι.
Τοποθετούμε τα ντολμαδάκια στην κατσαρόλα σμιχτά για να μην ξεδιπλωθούν με την διπλωμένη άκρη προς τα κάτω.
Όταν γεμίσει η κατσαρόλα, προσθέτουμε νερό τόσο όσο να σκεπάζει τα ντολμαδάκια, το υπόλοιπο ελαιόλαδο και πατάμε τα ντολμαδάκια μ’ ένα πιάτο για να μη χοροπηδήσουν από το βρασμό. Οι γιαγιάδες έβαζαν πάνω από το πιάτο μια πέτρα. Τι να σας πω, στο θέμα βάρος, αυτοσχεδιάστε.
Σιγοβράζουμε τα ντολμαδάκια ώσπου να πιούν το νερό και να μείνουν μόνο με το λάδι τους. Στο τέλος προσθέτουμε τον υπόλοιπο χυμό λεμονιού και τ’ αφήνουμε να πάρουν μια τελευταία βράση.
Γίνονται σούπερ, ταιριάζουν πολύ με ρακή και για τους μη νηστεύοντες, αν τα συνοδέψετε με στραγγιστό γιαούρτι. Έχετε ένα πολύ ισορροπημένο γεύμα ελαφρύ και πολύ υγιεινό.

Καλή επιτυχία.
Ελπίζω σήμερα να θυμηθώ να τα φωτογραφήσω για να σας δείξω και μια φωτογραφία.


Magica de Spell

Υ.Γ. Αθήναιε, εχτές σας τηλεφωνούσα για να σας φέρω ντολμαδάκια και χαλβά πολίτικο με αμύγδαλα. Που αλητεύατε και χάσατε τέτοιο πεσκέσι?