Monday, January 23, 2006

Αρωμάτικη σούπα μανιταριών









Έχω σπάσει το κεφάλι μου για το πώς να σας παρουσιάσω τη συνταγή που ακολουθεί. Καμμιά εισαγωγή που σκέφτηκα δεν μου φάνηκε ικανή. Όλες, έκαναν τη συνταγή μου, να φαίνεται λιγότερη από ότι στην πραγματικότητα είναι, όπως ακριβώς με μια θαμμένη ενοχή ο Αντρέ Ζιντ παρουσιάζει τον Όσκαρ Γουάιλντ στο βιβλίο του : Οσκαρ Γουάιλντ de Profundis. Γράφει τόσο απολογητικά, που αν και λατρεύει τον Γουάιλντ σα Θεό, κάνει τον αναγνώστη να τον δει με μισό μάτι.
Μη δείτε τη σούπα αυτή με μισό μάτι. Πρόκειται για ένα αριστούργημα. Θα σας πω λοιπόν όλη την αλήθεια γύρω από αυτήν και θα σας παροτρύνω σθεναρά να την δοκιμάσετε, αν σας αρέσουν οι φίνες και εκλεπτυσμένες γεύσεις. Προσοχή, δεν κάνει για παϊδακολάτρες.

Τα Θεοφάνεια, είχα προγραμματίσει να κάνω μια εκδρομή, που την λαχταρούσα καιρό. Η αχάριστη παλιοδουλειά μου όμως, με ανάγκασε να παρίσταμαι στη ΒΙ.ΠΕ. Οινοφύτων το Σάββατο, επόμενη μέρα των Θεοφανείων, κι έτσι μου έκοψε το ωραίον τριήμερο στη μέση. Απογοητευμένη από αυτή την εξέλιξη, πρότεινα στη φίλη μου και γειτόνισσα εξ ενός λεπτού αποστάσεως, να καλέσουμε εις την οικεία της περί δείπνον, αγαστούς φίλους που είχαμε καιρό να δούμε. Οι φίλοι, αποδεχτήκανε την πρόσκληση με χαρά. Και όταν έκατσα να σκεφτώ τι θα τους τραττάρουμε, θυμήθηκα ότι παραμονή των Θεοφανείων, θα νήστευα και το λάδι, να πάρω μεγάλο αγιασμό, που χω να κοινωνήσω τόσα χρόνια. Τόμπολα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Από τη μία δεν ήθελα να χαλάσω τη νηστεία. Από την άλλη δεν μπορούσα να αναβάλλω την πρόσκληση διότι όπως γνωρίζετε οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η ζωή είναι γρήγορη εδώ πέρα και αμείλικτα πιεστική (το κάνω και λίγο λύσσα για να λάβω την αίγλη του στελέχους) και άμα δεν ειδωθείς μες στις γιορτές, χάνεσαι με τους φίλους σου. Από την παρά άλλη, το σκέφτεστε τι αγένεια θα ήταν να μαγειρέψω και να τους πω, «λάβετε φάγετε, εγώ νηστεύω και δεν τρώω»?

Τότε ήταν που είπα στον εαυτό μου, Μάτζικα, εδώ σε θέλω, κούκλα μου. Στα δύσκολα. Βρες κάτι να μαγειρέψεις, άξιο να παρουσιαστεί σε ένα ανεπίσημο μεν αλλά ευπρεπές δείπνο, που να είναι γευστικά άξιο της φήμης σου και αλάδωτο. Πάλι ένας φίλος με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Θυμήθηκα λοιπόν ότι στο αγαπημένο μου hungry, ο chef Ανδρέας Γάβρης είχε υποβάλλει μια συνταγή που την ονόμαζε Μαγειρίτσα Νηστίσιμη και συγκεκριμένα αλάδωτη. Βρήκα την συνταγή του Ανδρέα, και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Την παράλλαξα λίγο είναι η αλήθεια, αλλά όχι σημαντικά από τις κεντρικές της γραμμές. Και μια και ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, πιάστηκα κι εγώ από τη σκούφια του Ανδρέα, και έφτιαξα τη σούπα του. Φίλοι, έκαψε καρδιές. Οι φίλοι μας (κι εμείς δηλαδή) γέμισαν το πιάτο τους δύο φορές. Σας την προτείνω, σήμερα, όχι γιατί μπορεί να νηστέψετε άμεσα, αλλά γιατί τη βρίσκω ιδανική για detox μετά τις γιορτές, τη βρίσκω θερμαντική για τούτες τις κρύες νύχτες που περιμένουμε κι αθεράπευτα νοσταλγική της ανοίξεως, που όσο κι αν την ευαγγελίστηκε ο Αθήναιος, δεν την είδαμε ακόμα. Που ξέρετε όμως. Μ’ αυτή την αρωματική, αρωματικότατη σούπα, ίσως ακούσει τις επικλήσεις μας κι έρθει. Επί πλέον, είναι εύκολη ακόμα και για αρχάριους μάγειρες. Και αν χρησιμοποιήσετε εκλεκτά μανιτάρια, είναι και πολύ χλιδάτη. Με τον δικό της φίνο κι εκλεπτυσμένο τρόπο. Έχω όμως κι άλλον ένα λόγο που σας την προτείνω. Πονηρό αυτόν και μακριά από τη νηστεία. Μια και πλησιάζει «ο Θεός με τον Άγιο Βαλεντίνο», αν θέλετε να ταΐσετε την αγαπημένη σας, αλλά να μη σας βαρύνει και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της, το πιάτο αυτό, θα εξιτάρει της αισθήσεις της χωρίς να την ρίξει στο κρεβάτι για νάνι. Αυτό θα το αφήσει σε σας. Δοκιμάστε τη και θα με θυμηθείτε.

Αρωμάτικη σούπα μανιταριών (βασισμένη σε μια συνταγή του Ανδρέα Γάβρη)

20 γρ. αποξηραμένα μανιτάρια porcini
250 γρ. μανιτάρια pleurotus
250 γρ. μανιτάρια Portobello
1 ξερό κρεμμύδι πολύ λεπτοκομμένο (αλλά όχι λιώμα)
1 ματσάκι φρέσκα κρεμμυδάκι λεπτοκομμένα.
12 κ.σ. ρύζι για ριζότο (carnaroli, Arborio, ή καρολίνα)
500 γρ. σπιτικό ζωμό λαχανικών
3 κ.σ. κουκουνάρι
3 κ.σ. καρύδι τριμμένο
3 κ.σ. άνιθο ψιλοκομμένο
2 κ.σ. δυόσμο ψιλοκομμένο
1 κ.σ. αποξηραμένα μυρωδικά προβηγκίας
2 κ.σ. χυμό λεμονιού
Αλάτι
Πιπέρι
Προαιρετικά : λίγο ελαιόλαδο, λίγο λευκό κρασί.

Για να δέσετε τη σούπα

3 κ.σ. νισεστέ
1 κ.σ. ταχίνι
1 κ.σ. μουστάρδα
3 κ.σ. χυμό λεμονιού.


Πως την φτιάχνουμε :
Μουσκεύουμε τα porcini σε νερό, ή αν δεν νηστεύουμε, σε λίγο λευκό κρασί. Όταν φουσκώσουν, τα ψιλοκόβουμε.
Καθαρίζουμε και ψιλοκόβουμε τα φρέσκα μανιτάρια.
Αν θέλουμε τη σούπα αλάδωτη για νηστεία, αχνίζουμε το κρεμμύδι και τα κρεμμυδάκια σε ελάχιστο νερό. Διαφορετικά τα σωτάρουμε σε λίγο ελαιόλαδο. Προσθέτουμε τα μανιτάρια στην κατσαρόλα και τα φέρνουμε μερικές βόλτες να βγάλουν τα υγρά τους. Σβήνουμε με το νερό ή το κρασί που μουλιάσαμε τα porcini. Προσθέτουμε ζωμό λαχανικών ώσπου να σκεπαστούν τα μανιτάρια, το ρύζι (εγώ έβαλα arborio) το κουκουνάρι και το καρύδι κι αφήνουμε να βράσουν ώσπου να μαγειρευτούν τα μανιτάρια. Λίγο πριν το τέλος, προσθέτουμε τα μυρωδικά και το λεμόνι.

Λίγο πριν το σερβίρισμα, διαλύουμε το νισεστέ σε λίγο νερό και ανακατεύουμε με το ταχίνι, τη μουστάρδα και το χυμό λεμονιού. Περιχύνουμε την καυτή σούπα και ανακατεύουμε να πάει παντού. Δεν ξαναβράζουμε γιατί το ταχίνι κόβει όπως το αυγολέμονο.

Σερβίρουμε τη σούπα σε πιάτα χαηδεμένα με μια σκελίδα σκόρδου κομμένη στα δύο. Μπορούμε να τη συνοδέψουμε με κρουτόν και αν δεν νηστεύουμε τη γαρνίρουμε με λίγο τρουφόλαδο. Της πάει εξαιρετικά.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά κομψό πιάτο για εξασκημένους ουρανίσκους. Μπράβο Ανδρέα και σ’ ευχαριστώ για την άδεια σου να δημοσιεύσω τη συνταγή.
Τον Ανδρέα Γάβρη μπορείτε να βρείτε στο Γαστροδρόμιο εν Ολύμπω, στο Λιτόχωρο Πιερίας . Ασχολείται με την ελληνική κουζίνα και φημίζεται εκτός της κουζίνας του και για την μεγάλη ποικιλία ελληνικών τυριών και αλλαντικών που σερβίρει.

Thursday, January 12, 2006

Το πιο περιττό post του internet.


Natural Narcissism!!
Originally uploaded by
tarotastic.

Κάτι τέτοιοι αντικατοπτρισμοί γίνονται και έρχεται στο μυαλό μου η φράση του kukuzeli : «Thanks for the internet!»

Διάβαζα εχτές τον Σραόσα. Σκέφτηκα τη φράση «πληβείοι του πνέυματος» και καθρέφτισα επάνω της την φράση του Σεφέρη «νεόπλουτοι του πνεύματος». Διάβασα για την έλλειψη «πρωτόγνωρων και ερεθιστικών απόψεων» και στην αρχή συμφώνησα. Σημειολόγησα την σιτασιόν ενός θυρωρού "έχουμε ανάγκη από πιο πολλή πρόοδο" και καθρέφτισα επάνω της την άποψη ενός υδραυλικού «δεν διαβάζω τίποτε που να εκδόθηκε μετά το 1500».

Νοιώθω ότι βρίσκομαι σε μια φάση εγκεφαλικού οργασμού, στον οποίο με οδηγείτε και εσείς. Είναι αυτό ακριβώς το καθρέφτισμα του μυαλού μου πάνω στις σκέψεις σας, όπως το καθρέφτισμα των συναισθημάτων μου πάνω στα πρόσωπα με τα οποία αλληλεπιδρώ που με οδηγούν στην εξέλιξη. Κι ενώ τείνω να συμφωνήσω σε ορισμένα με τον Σραόσα, κι ενώ καταλαβαίνω πως καταλαβαίνει αυτά που καταλαβαίνω, εντούτοις, νοιώθω την ανάγκη να το αρθρώσω φωναχτά, πως η πρόοδος και ως εκ τούτου και η εξέλιξη είναι μια σκοτεινή διαδικασία που το έρεισμά της βρίσκεται στο βαθειά και στο πίσω. Βαθειά στην ψυχή και πίσω στο χρόνο. Θέλω δηλαδή να πω, ότι δεν είναι ανάγκη να διατυπώσει κανείς μια πρωτόγνωρη και ερεθιστική άποψη. Αρκεί πολλές φορές να καθρεφτίσει το «εκεί και τότε», πάνω στο εδώ και το τώρα, που αρέσκεται να λέει ο Γιάλομ. Αρα η πιο πολύ πρόοδος του θυρωρού του Σραόσα, ίσως καθρεφτίζει την κλασσική σκέψη και την κλασσική λογοτεχνία του δικού μου υδραυλικού (που δεν είναι καν δικός μου, αλλά για οικονομία λόγου).

Έτσι οδηγούμαι μέσα από τα γραπτά του Αθήναιου και του Κουκουζέλη, καθρεφτίζοντάς τα πάνω στη σκέψη του Σραόσα, στη σκέψη ότι μέσα στη σχετικότητα που είμαστε καταδικασμένοι (?) να ζούμε και μέσα από την οποία αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη μας δεν υπάρχει καινούργιο αν δεν υπάρχει παλιό. Το ένα ορίζει και ορίζεται από το άλλο, όπως όλα τα πράγματα και όλες οι έννοιες κατά ένα τρόπο.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην κουζίνα. Δεν θα είχαμε τις προηγμένες για σήμερα πειραματικές συνθέσεις του Ferran Adria ή του Alain Ducasse, αν αυτοί οι δύο άνθρωποι, δεν είχαν εντρυφήσει στο έργο των παλαιότερων σεφ από τον Careme έως τον Escoffier. Έτσι με τη μέθοδο των πολλαπλών αντανακλάσεων που «εισηγείται» ο kuk φτάνουμε να φέρουμε κοντά και να συσχετίσουμε τον Αρχέστρατο με το Λαζάρου και να ξαναδούμε μέσα από αυτό το συσχετισμό δύο πράγματα. Το ότι πράγματι ο Λαζάρου εκφράζει με την τέχνη του την εξέλιξη σε σχέση με τον Αρχέστρατο. Το ότι η ανάγκη του να την εκφράζει και σε σχέση με άλλους σύγχρονούς του σεφ, τον οδηγεί μέσα από έναν ναρκισσιστικό αντικατοπτρισμό, την αγωνία του οποίου περιγράφει η Sylvia Plath, στο ποίημά της Mirror, στην επινόηση πιάτων, όπως η γίδα με σοκολάτα και ριζότο που επικαλέστηκε ο Αθήναιος, που ενώ ενδύονται ένα νεωτεριστικό ένδυμα δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην εξέλιξη. Τουλάχιστον με την θετική έννοια που την αντιλαμβάνομαι εγώ.

Αυτό που σώζει τον παρατηρητή και κυρίως τον θυρωρό και τον υδραυλικό, είναι η ξεκάθαρη όψη που έχουν για τα πράγματα. Είναι η φωνή του παιδιού στο παραμύθι : «Ο Βασιλιάς είναι γυμνός». Κι αυτό το παραμύθι, που από μόνο του εκφράζει μ’ένα μοναδικό τρόπο τον αντικατοπτρισμό του μυαλού των πολλών πάνω στην άποψη του ενός, δίνει βεβαίως και το μεγάλο μάθημα ότι ο καθρέφτης δεν είναι πάντα ακριβής και αληθινός όπως τον περιγράφει προς στιγμήν η Plath, αλλά χρειάζεται την ξεκάθαρη ματιά της ψυχής για να ερμηνεύσει το είδωλό του.

Ξέρεις Σραόσα, την νύχτα που ξενύχτησες εσύ, ξενύχτησα κι εγώ. Με πήρε ο ύπνος γύρω στη μία και ξύπνησα κατά τις τρεις. Δεν ξανακοιμήθηκα και πέρασα τις υπόλοιπες τρεις ώρες στο κρεβάτι αναλογιζόμενη μια προσφάτως προδομένη φιλία. Δάκρυ, θυμός, πόνος θλίψη, εκδίκηση, πίκρα, οργή, ήταν τα συναισθήματα που διαδοχικά γέμισαν την ψυχή μου, τη μικρή κι αβοήθητη και εντελώς τρομαγμένη μέσα στο πυκνό σκοτάδι (η φράση απλώς περιγράφει τη φάση, δεν επιδιώκει να θυμίσει κακή πεζογραφία). Το πρωί, είδα την εικόνα που προσέφερε ο kuk στον Αθήναιο και διάβασα το ποστ σου και στην συνεδρία μου εχτές το απόγευμα (διανύω την τρίτη χρονιά προβολής του ασυνειδήτου μου στον καθρέφτη του θεραπευτή μου) κατάφερα να δω με τα μάτια τη θαρραλέας μου πια ψυχής το αυτονόητο. Είχα απλώς καθρεφτίσει την αγάπη και τη φιλία μου πάνω σε μια ψυχή που δεν βίωνε τα ίδια συναισθήματα. Το λάθος ήταν ξεκάθαρα δικό μου. Αναπόφευκτο ίσως, αλλά δικό μου.

Το παρόν ποστ, δεν έχει φιλοσοφική διάθεση. Ξέρει επίσης ότι είναι εντελώς περιττό στη ζωή, τη σκέψη και τον ιστό. Αλλά παρόλα αυτά, εξακολουθεί να νοιώθει την ανάγκη να καταγράψει την πορεία μιας σκέψης μέσα από τις πολλαπλές αντανακλάσεις της στους καθρέπτες των bloggers. Γι αυτό σας παρακαλώ να το δείτε με αγάπη και να καθρεπτίσετε σ’ αυτό την αλήθεια σας. Τη δική μου καθρέπτισα εγώ, πάνω στα δικά σας. Γι αυτό σας ευχαριστώ που υπάρχετε και που συνομιλείτε. Με πάτε παραπέρα.

Monday, January 09, 2006

Εγώ είμαι και του σαλονιού, εγώ είμαι και του λιμανιού.

Μια από τις μαγικότερες ιδιότητες της γεύσης είναι ότι μπορεί να ενδύεται τους μανδύες των ονείρων μας. Ότι δηλαδή, ξυπνάει μέσα στο μυαλό μας εικόνες της ζωής. Άλλες τις έχουμε δει και ζήσει, άλλες τις φαντασιωνόμαστε. Όμως όλες μπορούν να περιγραφούν μέσω ενός πιάτου.

Πολύ πιο πετυχημένα και με μεγαλύτερο φάσμα το κάνουν αυτό τα μικρά μεζεδάκια, ή ορεκτικά, ή amuse-bouches. Και λέγοντας μικρά δεν εννοώ κατ’ ανάγκην μεγέθους μπουκιάς. Εννοώ, πράγματα με τα οποία δεν χορταίνεις. Όπως οι εικόνες ενός ονείρου ξεπηδούν η μια μετά την άλλη ταξιδεύοντας την ψυχή από μια ζούγκλα σ’ ένα αστικό σπίτι κι από τον υπόγειο στα σύννεφα, έτσι και οι μεζέδες, μπορούν να μας μεταφέρουν γευστικά μέσα σε δευτερόλεπτα, από ένα σκηνικό σε ένα άλλο.

Οι γεύσεις που διαλέγω να σας προτείνω σήμερα, είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όσο και σημειολογικά αντίθετες. Πρόκειται για δύο αντίθετα πιάτα. Το πρώτο είναι ένα εκλεπτυσμένο ορεκτικό, μια ζωγραφιά, μια αέρινη γεύση, που προέρχεται από το βαρύ πυροβολικό των θαλασσών. Η εικόνα που μου φέρνει στο μυαλό, είναι μια όμορφη νέα γυναίκα, απλή αλλά εξαιρετικά γοητευτική, την ώρα που γέρνει ελαφρά τον μακρύ λαιμό της για να βάλει στο στόμα της το πηρούνι που σηκώνει ένα ροζ σύννεφο τυλιγμένο σ’ ένα αχνοπράσινο φύλλο, ζουμερό και τραγανό σαν το αυτί της άνοιξης: Μους σολωμού σε φύλλα αντιβ.
Το δεύτερο είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου παιχνίδια στην κουζίνα. Ο τρόπος να μεταμορφώσεις τα υπόλοιπα του χτεσινού φαγητού σ’ ένα ξύπνιο και λίγο μαγκάκι μεζεδάκι που να τρώγεται με τα δάκτυλα και να εξιτάρει τη γλώσσα σου και να θυμίζει στα εξ ων συνετέθει ότι «υπάρχει πάντα κάποιος πιο έξυπνος από σένα και ζεις για τη στιγμή που θα σε νικήσει». Είναι τραγανό και μαυρισμένο από της γρίλιες της σχάρας, είναι λίγο λιπαρό και μου φέρνει στο μυαλό ένα χαμίνι του σταθμού στο μεσοπόλεμο, που τρέχει να πάρει τη βαλίτσα της πιο πάνω κυρίας και τις πετάει δυο έξυπνες ατάκες για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο φιλοδώρημα κι ένα χαμόγελο που θα το κάνει να περηφανεύεται στα άλλα χαμίνια : Κεσαντίγιας με ψητή γαλοπούλα ή κοτόπουλο (κατά προτίμηση από χτες.)



Mousse σολωμού σε φύλλα endive (σικορέ).
Για την Μιραντολίνα που αγαπάει τη ζωγραφική.




















300 γρ. καπνιστό σολωμό
100 ml κρέμα γάλακτος με 35% λιπαρά
100 ml γιαούρτι στραγγιστό
το ασπράδι 1 αυγού χτυπημένο μαρέγγα
το ξύσμα 1 λεμονιού και ένα κ.γ. από το χυμό του
τα ωραία τραγανά φύλλα μιας αντίβ
ροζ πιπέρι
λίγο φρέσκο θυμάρι

Χτυπάμε την κρέμα σε σαντιγύ.
Χτυπάμε το σολωμό στη moulinette μαζί με το γιαούρτι.
Ανακατεύουμε απαλά το μείγμα του γιαουρτιού με την κρέμα.
Αρωματίζουμε με το ξύσμα λεμονιού, λίγο φρέσκο θυμάρι και κόκκους ροζ πιπεριού ανοιγμένους στο γουδί.
Τέλος, διπλώνουμε τη μαρέγκα στην κρέμα.
Γεμίζουμε τα φύλλα της αντιβ με το μείγμα με τη βοήθεια ενός κορνέ με χοντρή μύτη.
Στολίζουμε τη μους με ρόζ πιπέρι κι ένα μικρό κλωναράκι θυμαριού.
Αραδιάζουμε αντινωτά σε πιατέλα.
Συνοδεύουμε με ροζ σαμπάνια.

Tips :
Το να βάλω το σολωμό να γίνει λιώμα στη moulinette, μου φαινόταν για χρόνια ιεροσυλία. Αυτό όμως το απαλό έδεσμα, παίρνει υφή σύννεφου αν διαλυθεί ο σολωμός. Κι αυτό το απροσδιόριστο στην υφή αλλά εντελώς εμφανές στην έντονη γεύση του, κάνει το ορεκτικό πολύ σέξι. Τολμήστε το χωρίς ενδοιασμούς.
Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε χρώματα ζαχαροπλαστικής για να κάνετε λίγο πιο έντονο το χρώμα της κρέμας. (Εγώ το έκανα) Σ’ αυτή την περίπτωση, τα βάζετε στο στάδιο που χτυπάτε την κρέμα στο μίξερ να γίνει σαντιγύ. Θέλει λίγο κόκκινο και λίγο κίτρινο. Χρησιμοποιήστε τα σιγά-σιγά και με μέτρο για να μη φαίνεται ψεύτικο το αποτέλεσμα. Όλη η ιστορία είναι τα ψέμματα να είναι πειστικά.


Quesadillas με ψητή γαλοπούλα ή κοτόπουλο


















2 κούπες ψητό ψαχνό κοτόπουλο ή γαλοπούλα, λεπτοκομμένο
1 ξερό κρεμμύδι (γκέο βαγκέο) λεπτοκομμένο.
2 σκελίδες σκόρδο κομμένες σε λεπτές φέτες.
1 κούπα τυρί που λιώνει (ό,τι έχετε στο σπίτι)
4 τορτίγιες από αλεύρι
Λίγο λάδι

Σωτάρουμε στο λάδι το κρεμμύδι μέχρι ν’ αρχίσει να ξανθαίνει.
Προσθέτουμε το σκόρδο και το φέρνουμε μερικές γυροβολιές μέχρι ν’ αρχίσει να μοσχοβολάει.
Προσθέτουμε το κρέας κι ανακατεύουμε να ζεσταθεί καλά.
Αποσύρουμε από τη φωτιά και ανακατεύουμε με το τριμμένο τυρί.
Απλώνουμε το μείγμα στη μισή επιφάνεια της τορτίγιας, και τη διπλώνουμε στα δύο. Η γέμιση πρέπει να είναι φτενή. Η κεσαντίγια δεν πρέπει να έχει μεγάλο πάχος. Τώρα έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Την ψήνουμε για ελάχιστο χρόνο στο μαντέμι ή το άλλο το αντικολλητικό το ριγωτό που δεν ξέρω πως το λένε. Γυρίζουμε κι από την άλλη να κάνει ρίγες κι από τις δυο πλευρές. Την κόβουμε με το ροδάκι της πίτσας σε μισά ή τέταρτα. Συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες τορτίγιες.


Tips :
Δεν χρειάζεται να έχετε χτεσινό κρέας για να φτιάξετε τις κεσαντίγιες. Μπορούν να γίνουν και με αγοραστό ψητό κοτόπουλο, ή με κοτόπουλο που θα το ψήσετε στο σπίτι και θα το επαλείψετε με μια αξιοπρεπή σάλτσα μπάρμπεκιου και τα δέοντα μυρωδικά. Τις έχω φτιάξει ακόμα και με καπνιστό μπούτι.
Σε μια στιγμή έκλαμψης, έσβησα κάποτε το κρέας με ένα σφηνάκι ξανθιά τεκίλα.
Κανονικά το τυρί θα έπρεπε να είναι ένα cheddar ή ένα Monterey Jack. Εγώ όμως τις φτιάχνω ή με γραβιέρα Κρήτης, η με τυρί του βοσκού (επίσης Κρήτης), ή με γραβιέρα Τραχειάς. Μου αρέσει αυτή η ελληνοποιημένη βερσιόν.
Μπορείτε να το παίξετε λατινοαμερικάνικη βραδιά, σερβίροντας τις κεσαντίγιες με σάλσα, γκουακαμόλε ή ξινή κρέμα (ελληνιστί sour cream). Πιείτε μπύρα.

Λοιπόν, όπως κι αν νοιώθετε, μάγκες ή κούκλες, καλή σας όρεξη.