Censorship
Originally uploaded by Abbey Wuthrich.
Τι να πω γι' αυτά?.
Μόνο το τσιτάτο του Αινσταίν : Δυο πράγματα είναι απέραντα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία. και δεν είμαι σίγουρος για το πρώτο.
Κι εδώ που μένω, η Ελλάδα με πληγώνει.
Τι να πω γι' αυτά?.
Μόνο το τσιτάτο του Αινσταίν : Δυο πράγματα είναι απέραντα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία. και δεν είμαι σίγουρος για το πρώτο.
Κι εδώ που μένω, η Ελλάδα με πληγώνει.
Για την συμπαθή μου Κλάρα Μπελ (έχει και δυο παιδάκια γιάλα-γιάλα) που με κέντρισε με αυτό το «ενίοτε» για τις συνταγές μου.
Χρειάζεστε 2 κομμάτια ψαρονέφρι γι αυτή τη συνταγή, κι ακόμα
Φασκόμηλο ξερό ή φρέσκο ψιλοκομμένο
1 κουταλιά βούτυρο
Αλάτι – πιπέρι
6 κ.σ. σιρόπι σφενδάμου
6 κ.σ. μηλόξιδο
2 κ.σ. μουστάρδα ντιζόν (αν τα παιδιά σας είναι μικρά, ίσως θέλετε μια πιο απαλή μουστάρδα)
Είναι απλό :
Τρίβετε τα ψαρονεφράκια με το εντελώς φτιαγμένο γι αυτά φασκόμηλο.
Ζεσταίνετε το βούτυρο σε δυνατή φωτιά κι όταν αρχίσει να αφρίζει, ρόδίζετε σ’ αυτό το άκοπο ψαρονέφρι καλά απ’ όλες τις πλευρές. Χαμηλώνετε τη φωτιά στο μέτριο κι αφήνετε το κρέας να ψηθεί γυρίζοντάς το που και που. Θα πάρει περίπου 10 λεπτά. Το αλατοπιπερώνετε.
Αποσύρετε το κρέας από το τηγάνι και το διατηρείτε ζεστό.
Ανακατεύετε σ’ ένα μπωλάκι το σιρόπι σφενδάμου με τη μουστάρδα να ομογενοποιηθούν κάπως.
Ζεσταίνετε το ξύδι μέσα στο τηγάνι που ψήσατε το ψαρονέφρι ώσπου να εξατμιστεί το αλκοόλ και να ενωθεί με τους χυμούς του ψησίματος.
Επαναφέρετε το κρέας στο τηγάνι και το καλύπτετε με το μείγμα σιροπιού – μουστάρδας. Το γυρίζετε μερικές φορές να γλασσαριστεί από παντού για κανένα δίλεπτο.
Αποσύρετε το κρέας από το τηγάνι, το κόβετε σε χοντρές ροδέλες και το γαρνίρετε με το γλάσσο.
Ταιριάζει πολύ με μια ζεστή πράσινη σαλάτα με φρέσκο βούτυρο (φασολάκια, σπαράγγια, βρυξελλάκια) και άγρι-όρυζο.
Πιείτε μαζί του κι ένα Gewürztraminer που είναι το αγαπημένο λευκό κρασί της Μάτζικας.
Σερβίρει 4 άτομα.
Βγήκα από το γραφείο μου εχτές το απόγευμα και μου ήρθε στη μύτη μια μυρωδιά Πάσχα. Μου κόπηκαν τα γόνατα. Για μερικά δευτερόλεπτα γύρισαν στο μυαλό μου ανακατεμένα αυτή η θλίψη της μεγάλης Παρασκευής, η νοσταλγία των μεγάλων ερώτων, ένας μικρός πονοκέφαλος δεξιά, η γεύση ενός φιλιού και μια χορδή που τεντώνεται από το πίσω μέρος τους δεξιού μου αυτιού μέχρι χαμηλά κάτω απ΄ την κοιλιά μου.
Ήταν απλώς τα λουλούδια μιας δίφορης νερατζιάς. Όταν γύρισα να τα ξαναμυρίσω, τίποτε από αυτά δεν ξανάρθε στο μυαλό μου. Μόνο εκείνη η πρώτη στιγμή λειτούργησε μέσα μου σαν ξυπνητήρι του ασυνείδητου. Και χάθηκα στην άνοιξη μ’ ένα λίγο νοσταλγικό και πονεμένο τρόπο.
Τη βλέπω τώρα από το παράθυρο του γραφείου μου αυτή τη φονική νερατζιά. Σκονισμένη, λουλουδιασμένη, στέκεται σαν κάτι ωραίες γυναίκες που έχουν αρχίσει να γερνάνε και φοβούνται πως δεν αρέσουν πια. Σαν εμένα, ίσως?
Η αλήθεια είναι πως αυτό τον καιρό συνειδητοποιώ κάθε μέρα το κόστος της ενηλικίωσης. Αργησα, έ! Μη με μαλώνετε. Οι μη έχοντες δικά τους παιδιά, έχουν την πολυτέλεια της διαρκούς εφηβείας. Είναι άλλο πράγμα να πονάει το αυτί του Κωστάκη και να τρέχεις στο Παίδων μες στη νύχτα, κι άλλο να ξενυχτάς γιατί έχεις την πολυτέλεια να απολαμβάνεις τη θλίψη μιας μοναχικής νύχτας. Στην πρώτη περίπτωση είσαι μαμά στη δεύτερη, παιδί. Και όσο δεν γίνεσαι η μαμά κάποιων άλλων, παραμένεις πάντα λίγο παιδί του εαυτού σου και προσπαθείς πάντα να τον κανακέψεις, να τον χαηδέψεις, να τον νανουρίσεις, ή … να πείσεις κάποιον άλλον να το κάνει.
Βλέπεις, όλοι έχουμε ανάγκη από αγκαλιά και φροντίδα. Όλοι θα θέλαμε κάποιος να ασχολείται με τις ανάγκες μας. Και τι άλλο είναι οι σχέσεις αν όχι ένας διαρκής αγώνας κάλυψης αναγκών, πότε δικών σου, πότε του άλλου. Παιχνίδια εξουσίας, ποιος αγαπάει ποιον περισσότερο. Και πως το αποδεικνύει. Εγώ κάνω τα πάντα για σένα, κι εσύ τίποτε. Μα όχι, εγώ κάνω τα περισσότερα και δεν τα αναγνωρίζεις.
Νομίζω καμμιά φορά πως όλα αυτά πηγάζουν από το αδιέξοδο, ότι εκεί που ο τρόπος ζωής μας, μας πουσάρει διαρκώς μέχρι τα 35 ας πούμε, μετά συνειδητοποιούμε ότι τρέχαμε «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Είσαι πιτσιρικάς, σε σπρώχνουν να πας σχολείο. Πας σχολείο, σε σπρώχνουν να το τελειώσεις. Μετά, πρέπει να σπουδάσεις. Μετά, να βρεις ένα καλό παιδί , να κάνεις οικογένεια. Μετά να κάνεις την οικογένεια. Όλα αυτά με διαφορετικά ενδιάμεσα στάδια. Μην κολλάτε στην ακριβή σειρά των γεγονότων. Και μετά έρχεται μια στιγμή, που τα έχεις κάνει όλα αυτά κι αναρωτιέσαι : τι διάτανο, αυτό ήταν όλο? Και τώρα, αυτή θα είναι η ζωή μου από δώ και πέρα? Και το ρίχνεις ανάλογα με την εποχή και το χαρακτήρα σου, άλλος στο βάλιουμ, άλλως στο Ζάναξ, άλλος στις γκόμενες, άλλος στο χρηματιστήριο, άλλος στην ψυχοθεραπεία, άλλος στις καλλιέργειες και τη γευσιγνωσία και ον έκαστος κατά διάνοιαν έχει.
Αμπελοφιλοσοφία, χμμ, ίσως. Μα η φιλία, είναι φιλία, θέλει ξενύχτι κι αμπελοφιλοσοφία, κατά πως τα λέει κι ο Νίκος. Και βέβαια το θέμα είναι, πως βρέθηκα στα 37 μου, να περνάω τη φάση «η Πολυάννα μεγαλώνει», αντί τη φάση, «μαμά γερνάω». Πήρα τη ζωή μου λάθος?
Έχω αρχίσει να διαπραγματεύομαι και το φόβο θανάτου. Άλλο κεφάλαιο αυτό. Εγώ που δεν έχω παιδιά, μήπως καταντήσω σαν τη γιαγιά στο καταπληκτικό νούμερο του Κοσμά Βίδου, που εγραψε για την επιθεώρηση «το τρέντυ θα σφυρίξει τρεις φορές»? Δείτε το και πείτε μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου βλέποντάς την καταπληκτική «Θεοπούλα» να το παίζει. Μήπως λοιπόν, γεράσω με μοναδική συντροφιά την μιας Νατάλιας, ή μιας Γκαλίνας?
Και τι θα μου έχει συμβεί τότε? Θα έχω περάσει μια ζωή όπου η μέρες εναλλάσσονται ίδιες για να καταλήξω σε γηρατειά ερημικά και ανιαρά? Λέω καμμιά φορά με τη γειτόνισσα να κάνουμε ένα τύπου «καταπίστευμα» για όταν γεράσουμε. Να το χρησιμοποιήσουμε για να ζήσουμε σε ένα σούπερ ντούπερ γηροκομείο με πολυτελείς συνθήκες όπου θα μας επιτρέπουν να οδηγούμε εκείνη τη Harley Davidson των ονείρων της κι εμένα το ακριβό διθέσιο των δικών μου, με μέσα ένα μικρό λευκό τερριέ των δυτικών χάιλαντς… Όσο μεγαλώνω, μικραίνουν οι σκύλοι μου.
Θα με κοροιδεύει ο Νεγρεπόντης, γελώντας τρανταχτά από τον τάφο του. Εσύ ήσουν που είχες εθνικό σου ύμνο το «οικονομία κάνε, να ‘χεις στα γηρατειά»?
Και τελικά, αυτή η δίφορη νερατζιά, γιατί μου μίλησε χτες το απόγευμα? Τι ήθελε να μου πει? Και, αυτή είναι και η μεγάλη μου απορία, θα εξακολουθήσει να μου μιλάει όταν θα είμαι 80, ή θα μου κόψει την καλημέρα? Κατά πως το βλέπω, μάλλον δεν θα μου την κόψει. Έχω διαλέξει, να ζήσω τη ζωή μου όπως έρθει. Να μην προγραμματίσω απολύτως τίποτε. Αυτός είναι ο τρόπος μου. Και ίσως αυτός είναι κι ο μόνος τρόπος για να μπορείς να μιλάς με τις νερατζιές. Κι ας μη σου λένε πάντα ευχάριστα. Ας σου φέρνουν πάντα ένα δάκρυ στο βρυσάκι. Το συγκρατείς και δεν το αφήνεις να φύγει. Μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι σκληρή, η καθημερινότητα αμείλικτη και δεν έχεις την πολυτέλεια των άσκοπων δακρύων. Δεν έχεις τελικά την πολυτέλεια της εφηβείας. Και το δικό σου πουκάμισο ήταν αδειανό. Αλλά δεν κλαις. Σκουπίζεις τα μάτια σου με την ανάποδη του χεριού, μπάζεις το σκύλο στ’ αμάξι και πας στο βασιλόπουλο, που δεν είναι του παραμυθιού, για ν αγοράσεις χαρτί υγείας, να μπορείς να σκουπίσεις τουλάχιστον τα δάκρυά σου και την μπουκωμένη σου μύτη στο σπίτι. Μα γιατί να κλάψεις? Δεν επιτρέπεται.
You’re a supergirl and supergirls don’t cry. Θα περάσει κι αυτό. Οι νερατζιές, θα ανθίσουν και του χρόνου…
Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό. Ασυνήθιστα σκοτεινό. Σαν οι βαθυκόκκινοι τοίχοι να σκούρηναν απότομα και σαν να έσβησαν τα φώτα κι αντικαταστάθηκαν από κεριά. Είχα φορέσει το λευκό μου φουστάνι το καλό.
Στα πόδια μου ίσια μπαλετάκια. Καθόλου μακιγιαζ. Το είχα χώσει στο μπαούλο μαζί με τα ψηλοτάκουνα. Ήθελα να είμαι ο μικρός μου εαυτός η αληθινή Αλίκη.
Η συνέχεια εδώ.
Μήπως απορείτε ποιος είναι ο Boatswain?
Διαβάστε αυτό :