Thursday, November 10, 2005

Η σπορά













Σ’ ένα κόσμο που καίγεται από τη χωρίς διέξοδο δυστυχία, σε μια ανελεύθερη κοινωνία που κλείνει τα ραδιόφωνα, σε μια αγορά ατιμασμένη και χωρίς ήθος, ζω.
Κι επιλέγω να φεύγω.
Να δραπετεύω σ’ ένα κόσμο που τον εξυγιαίνει η επαφή με τη φύση και με «το προϊόν του μόχθου του». Σ’ ένα κόσμο που ζει ελεύθερος μυρίζοντας το χώμα, τη βροχή, βλέποντας την ανατολή και το χρώμα του μόλις ξεπεταγμένου φύτρου. Που γεύεται άγρια χόρτα, και φρέσκια ρακή.
Σ’ αυτόν τον κόσμο ζουν ο Ζαχάρης με την Ελένη και η Ερασμία με τον Λεφτέρη.
Σ’ αυτόν τον κόσμο ο Ζαχάρης, παιδικός ήρωας από παραμύθι, μας υποδέχθηκε, μας φιλοξένησε, και μας μίλησε. Η άγραφη συμφωνία μας, είναι κάθε φορά που πάω στην Κρήτη, να μου λέει κάτι για τους παλιούς τρόπους. Για την παλιά ζωή. Η κάτι για την ζωή της Κρήτης. Στη γλώσσα της Κρήτης. Αναμνήσεις του. Αναμνήσεις του αμπελιού, ή της ελιάς. Ή του σπιτιού. Κι εγώ να τα δημοσιεύω. Προέκυψε τυχαία και άτυπα αυτή η συμφωνία. Και την τηρούμε αμφότεροι. Φέτος, μου είπε για την Σπορά.

Την γράφω με κεφαλαίο, γιατί στο μυαλό μου η σπορά συμβολίζει την υπόσχεση της γης να γεννήσει για να θρέψει τους ενοίκους της. Ανθρώπους και ζώα. Συμβολίζει την διαιώνιση της ζωής πάνω στον πλανήτη μ’ ένα μοναδικό τρόπο που με ξεπερνάει πολύ για να τον περιγράψω λεκτικά και με ξαναγυρίζει στο ίδιο σημείο που έρχομαι κάθε φορά που καταλαβαίνω ότι η αλαζονεία του ανθρώπινου είδους, το έχει στερήσει από την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ότι είναι περαστικό από τον ίδιο του τον πλανήτη, όσο και από το ηλιακό σύστημα, το γαλαξία, ή το σύμπαν. Μεγάλη κουβέντα? Ας ξαναγυρίσουμε στη σπορά, όπως την περιγράφει η ζεστή, ραδιοφωνική φωνή του Ζαχάρη.

Η σπορά ξεκινούσε λοιπόν με τα πρωτοβρόχια. Γύρω στις αρχές Οκτωβρίου, ο γεωργός ξεκίναγε να σπέρνει και ολοκλήρωνε τη διαδικασία αυτή το Μάρτιο. Απορείτε? Κι εγώ, ώσπου κατάλαβα, ότι η σπορά δεν αφορούσε μονάχα στο στάρι, αλλά σε όλους τους σπόρους που χρησίμευαν, στην οικογένεια και τα ζώα. Στην πρώτη φάση, έσπερνε το στάρι, το κριθάρι και την βρώμη, που την έλεγαν και ταγή γιατί την τάιζαν στα άλογα.
Ως τα Φώτα σπέρνε στάρι,
κι ως τα’ Αγιάντωνου κριθάρι,
λέει η παροιμία.
Ακολουθούσαν τα κουκιά, ο βίκος (επίσης ζωοτροφή) και η ρόβη που την έδιναν στα βόδια κυρίως την περίοδο της αναπαραγωγής. Ο Ζαχάρης είναι σαφής : όση δουλειά έκανε ο γεωργός για να ταΐσει την οικογένειά του, άλλη τόση έκανε και για τα ζώα του. Το λέει και στα μάτια του ζωγραφίζεται μια στοργή. Στοργή αλλιώτικη για τα ζώα. Όχι η δική μας η αστική στοργή του καναπέ. Ένα κράμα σεβασμού στο άλλο είδος, με ευγνωμοσύνη για την προσφορά του και έκδηλη αίσθηση υπεροχής.
Αυτοί οι σπόροι, σπέρνονται στη γη κι αμέσως μετά, η γη οργώνεται.
Οι άλλοι σπόροι, που σπέρνονται όψιμα, ρεβύθια, φακές, μπιζέλια, σπέρνονται το Μάρτιο, αφού η γη έχει πρωτοοργωθεί το Γενάρη και έχουν ακολουθήσει και άλλα δυο ή τρία οργώματα .

Ξεκινώντας τη σπορά του ο γεωργός γέμιζε ένα σακκί με το σπόρο που επρόκειτο να σπείρει κι έβαζε μέσα και στο σακκί του κι ένα ρόδι που τόλεγε «σπορόρογδο». Ζωνόταν λοιπόν το σακκί του και ξεκινούσε για τη σπορά.
Πρώτη του κίνηση, να καθαρίσει το χωράφι του από τα ζιζάνια και να το χαράξει σε κομμάτια προκειμένου να ελέγχει ευκολότερα την πρόοδο της δουλειάς.
Έπειτα, έκανε το σταυρό του, ο Ζαχάρης σηκώνει τα φρύδια για έμφαση, και ξεκινούσε να σπέρνει. Αφού έσπερνε το τμήμα του χωραφιού που είχε ξεχωρίσει, έστρεφε τα βόδια του προς την ανατολή. Τα έζευγνε στο ζυγό και ξεκινούσε το όργωμα. Τελειώνοντας τη δουλειά της ημέρας, υπολόγιζε την κλίση του εδάφους και τραβούσε μερικές αλετριές παράλληλα με την κλίση για να εξασφαλίσει την απορροή των νερών της βροχής, ώστε να μην λιμνάσουν και σαπίσει ο σπόρος.

Ο γεωργός έσπερνε ως αργά το βράδυ. Την δύση του ήλιου εννοεί ο Ζαχάρης. Αν καλοσκεφτείτε όμως την ώρα που ξεκινάει η σπορά, προφανώς η δύση του ήλιου είναι αργά το βράδυ… Γυρίζοντας στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά, είναι να ταΐσει τα βόδια και να ετοιμαστεί για την άλλη μέρα. Επειδή στην διάρκεια της σποράς, τα βόδια εργάζονται σκληρά και δεν έχουν το χρόνο να βοσκήσουν στη διάρκεια της μέρας, την εποχή αυτή ο γεωργός σηκωνόταν γύρω στις 3:00-3:30 τα ξημερώματα για να ζευγοταΐσει όπως λένε στην Κρήτη. Να ταΐσει δηλαδή τα βόδια δεύτερη φορά, για να αντέξουν τη σκληρή δουλειά και την πείνα της ημέρας. Σ’ αυτό το διάστημα, η τροφή των ζώων ήταν ιδιαίτερη. Εκτός από άχυρο, ο γεωργός τα τάϊζε και κουκιά μουλιασμένα και βίκο που τ’ ανακάτευε με την συνηθισμένη τροφή. Το μείγμα αυτό ονομαζόταν γέμη και παρείχε ιδιαίτερη ενέργεια στα ζώα.

Ολοκληρώνοντας την σπορά των χωραφιών του, ο γεωργός, καθόταν στην πόρτα του σπιτιού του έβγαζε από το σακκί της σποράς το σπορόρογδο, το ακουμπούσε στην ποδιά του και άνοιγε όλους τους σπόρους και τους έτρωγε ο ίδιος, ελπίζοντας με την συμβολική αυτή πράξη να έχει πλούσια σοδειά.
Την πρώτη ένδειξη για την σοδειά, την έδινε ο ασφένδυλος, που το φύτρο του είναι το πρώτο που βγαίνει μετά τα πρωτοβρόχια. Αν τα άνθη που βγαίνανε στο ραβδάκι του ασφένδυλου κάλυπταν μεγάλο μήκος του βλαστού, η χρονιά προοιωνιζόταν καλή. Αλλιώς…

2 comments:

M. said...

Ξέρεις τι μου αρέσει πολύ σε αυτές τις περιγραφές -και τις παρόμοιες που έχω ακούσει στο χωριό μου? Η στοργή που είδες στα μάτια του Ζαχάρη. Για τα ζώα που τα ανιμετωπίζει με σεβασμό και φροντίδα και υπευθυνότητα-όχι μόνο με αγάπη. Πάντα μου δίνει την αίσθηση μιας άλλης ισορροπίας αυτή η αντιμετώπιση, μιας άλλης από τη δική μας αντίληψη για τη θέση του εαυτού μας μέσα στη φύση και σε σχέση με τα υπόλοιπα πλάσματα. Πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά και κάτι άλλο. Είναι σαν να απλώνονται δεσμοί και σε άλλες διαστάσεις : τη σχέση με το θείο, το υπερφυσικό -και μιλάω στην περίπτωση της δικής σου περιγραφής τόσο για τον σταυρό πριν την σπορά όσο και για το ορόσημο στις αγροτικές εργασίες με τις γιορτές των αγίων. Μια αντίληψη του θείου πολύ μακριά από την απρόσωπη, αποστασιοποιημένη σχέση (?) που είναι της μοδός στη δική μας ζωή. Και μετά από αυτό, μία άλλη διάσταση, που με φέρνει πολύ πίσω, στη σχέση του Ζαχάρη με την Ιστορία του, με το συλλογικό παρελθόν του Τόπου του, και πάλι σε μία σχέση που είναι ζωντανή και βιώνεται τώρα που μιλάμε, χωρίς καμία μουσειακή ή μηχανική αντίληψη: το σπορόρογδο, τον ασφένδυλο...

Unknown said...

louis vuitton bags for women is just like cars for men,

heroin for drug addicts, rights for politicians, so full of great magic, like a magnet. How louis handbags that had been popular for a time has become a thing

of the past? Only the icon is forever. These classic styles, exuding lasting charm, are the dreams of all

women in their lifetime. These Damier Azur

can be called Damier Canvas throughout the

world which can best stimulate women’s intense desire.