Thursday, December 29, 2005

Το κόκκινο και το μαύρο


Leftovers
Originally uploaded by John Baird.

Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κόκκινο και οι αποχρώσεις του. Θέλω η ζωή να είναι φωτεινή και λαμπερή σαν τη φλούδα της ντομάτας γυαλισμένη πάνω στην μαγειρική ποδιά, όπως την κυττάζω και καθρεφτίζομαι μέσα της λίγο πριν τη δαγκώσω. Κόκκινο ντοματί παλλόμενο και λαμπερό.

Όμως αγαπώ και το μαύρο. Γιατί? Γιατί το μαύρο δίνει βάθος και βιμπράτο στα χρώματα της ζωής, όπως η καστανή ζάχαρη στη σοκολάτα. Είναι επίσης το χρώμα της περισυλλογής. Το χρώμα της συγκέντρωσης στον εαυτό σου.

Οι μέρες των γιορτών, είναι για μένα μέρες περισυλλογής. Μέρες πασπαλισμένες με την χαρακτηριστική εφηβική μελαγχολία που μακάρι να μην αποχωριστώ ποτέ. Ακόμα και φέτος, που οπλισμένη με μεγάλο θάρρος αποφάσισα να περάσω το βράδυ της πρωτοχρονιάς «αυτή τη νύχτα που σκοτώνει» με κέφι και αγαπημένους φίλους, αυτή η μελαγχολία με ζώνει. Νοιώθω ότι έχω ζήσει τη μισή μου ζωή. Αναρωτιέμαι αν ο τρόπος που την έζησα δικαιώνει το σκοπό της ύπαρξης του ανθρώπου. Δεν ξέρω. Νομίζω πως σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχει απάντηση.

Καμμιά φορά, ένοιωθα ένα εσωτερικό κρύο αυτές τις μέρες. Φέτος δεν το χω νοιώσει. Είμαι καλά. Όμως αυτή η συναισθηματική αναιμία που περιγράφει ο Ezra Pound, με θυμήθηκε. Και τα χρώματα απορροφήθηκαν όλα από την ψυχή μου με αποτέλεσμα να φαίνεται μαύρη. Όμως δεν είναι. Μην ξεχνάτε ποτέ ότι το μαύρο προκύπτει όταν μια επιφάνεια απορροφάει όλα τα χρώματα. Τα χρώματα λοιπόν, τα έχω. Και θα σας τα ξαναδώσω. Είναι που τα έχω λίγο ανάγκη για να περάσω τη νύχτα της πρωτοχρονιάς.

Δεν έχω New year’s resolution για φέτος. Είπα να ζήσω τη χρονιά που έρχεται με το μαλακό. Να μην πάρω αποφάσεις. Στο κάτω-κάτω, το «ντιβάνι» είναι εκεί και με περιμένει. Απόφαση δεν είναι κι αυτό? Κι ας είναι παρμένη πριν από χρόνια. Ίσως μια μικρούλα απόφαση να ήταν «να εκφράζω σ’ αυτό το blog όλα όσα περνάνε από το μυαλό μου και θα ‘θελα να μοιράζομαι» όχι μόνο συνταγές. Δεν ξέρω αν θα την πάρω. Υπάρχουν άλλοι μπλόγκερς που το κάνουν καλύτερα από μένα. Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά φοβάμαι καμμιά φορά μην μπω στο trip που πέφτει πολύς κόσμος και κυρίως οι διαδικτυακώς εκφραζόμενοι, ότι έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Είμαι σε μια φάση αναζήτησης της ποιότητας. Κι αυτή η φάση συχνά με φιμώνει. Από φόβο ότι αυτό που θέλω να πω δεν χρειάζεται σε κανέναν. Δεν θα λείψει από κανέναν αν δεν το μάθει. Ίσως με στοιχειώνει τελικά ο Προμηθέας και το στοίχημά του.

Μπα,… αυτός ο μονόλογος ίσως πρέπει να τελειώσει τελικά μ’ ένα resolution. Να πιστέψω κάποια στιγμή ότι δεν είμαι supergirl. Μπορώ να κλαίω άφοβα. Αρκεί να μη συμβαίνει πάνω από την κατσαρόλα.

Καλή κι αγαπημένη χρονιά σε όλους.
Και για να μην ξεχνιόμαστε


«αγαπάτε με»


Η προστακτική, είναι παρακλήσεως και εκθέσεως σημαντική.

Tuesday, December 27, 2005

On the second day of Christmas, my true love sent to me

Two Turtle Doves
and a Partridge in a Pear Tree

Νοιώθω την ανάγκη να κάνω μια δήλωση :
Ότι συνταγή δημοσιεύεται σε τούτο εδώ το blog, έχει υλοποιηθεί στην κουζίνα του σπιτιού μου. Κοντολογίς είναι συνταγή δοκιμασμένη και πετυχημένη και ίσως για μερικούς ανορθόδοξη. Θέλω να πω μ’ αυτό, ότι μερικά υλικά που χρησιμοποιώ, μπορεί να μην σας τα πρότεινε κανένας επαγγελματίας μάγειρας. Όμως, στις ηρωικές ερασιτεχνικές κουζίνες, βγαίνουν θαύματα που προκύπτουν από την αφοσίωση, την αγάπη και τον πειραματισμό και ‘γω αυτά τα δικά μου θαυματάκια που για άλλους μπορεί να είναι καθημερινή ιστορία, αυτά μοιράζομαι μαζί σας.

Ένα τέτοιο θαυμαστό μπουτάκι θα σας περιγράψω σήμερα. Το μπουτάκι αγριόχοιρου της Δεύτερης Μέρας των Χριστουγέννων.

Ως εργένικο παιδί, ανήμερα τα Χριστούγεννα τρώω στη μητέρα. Ανταλλάσσουμε με τους γονείς τ’ αδέρφια και το βαφτιστήρι, τα Χριστουγεννιάτικα δώρα μας, μοιραζόμαστε το τραπέζι της μαμάς μου, στο οποίο ουδέποτε βοηθάω, η εντελώς ακαμάτρα, πίνουμε κρασάκι τρώμε σπιτικά γλυκά. Όλοι λέμε στη μαμά μου τι ωραία που μαγείρεψε, η μαμά μου εξαντλεί τα μαγειρική της ανησυχία βάζοντας ακτινίδιο στην αγγουροντοματοσαλάτα και ρόδι στην μαρουλοσαλάτα. Και όλοι είναι ευτυχισμένοι και καταχαρούμενοι, γιατί όσο ντεμοντέ και ψιλοαποτυχημένο να είναι το μαγείρεμα της μαμάς μου, είναι τόσο comforting, όσο πρέπει να είναι τα Χριστούγεννα.

Το βράδυ των Χριστουγέννων, το δράμα αρχίζει να εξελίσσεται στο δικό μου διαμέρισμα. Παλιότερα με post modern γεμιστό πουλί. Τα νεώτερα χρόνια με γουρουνάκι και φέτος με μπούτι αγριόχοιρου. Για να εξηγούμαι, «αγριόχοιρου εκτροφείου» αν αυτό το νοητικό άλμα, περιγράφει κάτι. Το αγριογούρουνο το ξεκίνησα πριν μερικά χρόνια, αλλά δεν το είχα μαγειρέψει ποτέ Χριστούγεννα και πάντα έπαιρνα μπριζολάκια και πάντα τα έφτιαχνα με γλυκόξινες σάλτσες. Πότε μύρτιλλα, πότε δαμάσκηνα, πότε πορτοκάλι, πάντα ξινά ή υπόξινα φρούτα στολίζανε τα μπριζολάκια μου, αλλά τόσο μεγάλο κομμάτι δεν είχα ξαναχειριστεί ποτέ. Είπα λοιπόν ν’ ανοίξω το Larousse καθώς κι ένα γαλλικό «τσελεμεντέ» που έχω δώρο από Παριζιάνους φίλους προ δεκαετίας. Δεν μπορώ να πω ότι διαφωτίστηκα. Ο μεν πρότεινε μαρινάρισμα επί 8άωρο, ο δε επί 48ωρο, όσο να πεις, μεγάλη διαφορά. Το ‘ριξα κι εγώ στον αυτοσχεδιασμό, και να τη προέξυψε.


Μέρος άλφον : Μαρινάτα
1 μπουκάλι Βιβλία Χώρα ροζέ
1 κούπα κόκκινο κρασί σπιτικό αλλά ευπρεπές
1 κούπα Μεταξά *** (σιγά μην έβαζα 7* στη μαρινάτα)
15 κεδρόμηλα.
Πολλά σποράκια άκοπο πιπέρι 5 κλωνάρι φασκόμηλο.
2 κ.σ. μουστάρδα πολύ δυνατή με εστραγκόν

Υπότιτλοι :
Όλοι οι οδηγοί προτείνουν ένα δυνατό κόκκινο κρασί για τη μαρινάτα του αγριόχοιρου. Σε επόμενη έκδοση, θα χρησιμοποιήσω μια Νεμέα ή μια Νάουσα. Όμως τώρα, δεν είχα. Η Βιβλία Χώρα μου βρέθηκε διοτι την άνοιξα πρόσφατα για να την πιούμε και είχε πάρει αέρα, οπότε τη φύλαξα για το φαί. Τσιγγανιά? Δε νομίζω. Εμένα μ’ αρέσει να το λέω αυτό, πλήρη αξιοποίηση των πόρων.
Οι οδηγοί επίσης προτείνουν δάφνη για μυρωδικό στη μαρινάτα. Πλην όμως ο καλικάντζαρος των Χριστουγέννων, μου την έφαγε και δεν την έβρισκα με τίποτε, ως εκ τούτου, έβαλα φασκομηλιά.

Εκτέλεση
Έβρασα όλα τα υλικά της μαρινάτας, να πάρουν δυο βράσεις και την απέσυρα από τη φωτιά. Όταν κρύωσε εντελώς, έβαλα το μπουτάκι (που είχα αγοράσει χωρίς το κόκκαλο) να μαριναριστεί εντός της. Το σκέπασα και το έβαλα στο ψυγείο επί 24ωρον (χρυσή τομή).

Μέρος Βήτον: Ψήσιμο
Ένα σακκουλάκι ξερά δαμάσκηνα χωρίς κουκούτσι πολύ καλής ποιότητας.
5 σκελίδες σκόρδο (τόσες μου ήρθε, τόσες έβαλα)
2 κ.σ. μουστάρδα από ολόκληρους κόκκους σινάπι
2 κ.σ. ελαιόλαδο
Πιπέρι χονδροτριμμένο ή σπασμένο στο γουδί.

Υπότιτλοι :
Αυτό που έμαθα από το Larousse, είναι ότι δεν πρέπει να μπει αλάτι σε καμμία φάση της προετοιμασίας ή του ψησίματος του κρέατος. Αυτό που ζητάμε (πάντα, ω πάντα) είναι το κρέας να είναι σφριγηλό και ζουμερό. Για να το επιτύχουμε αυτό πρέπει να αποφύγουμε κατ’ αρχήν το αλάτι το οποίο κάνει το κρέας να αποβάλει τους χυμούς του. Εμένα τώρα αυτό, μου έκατσε λαχείο, διότι προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι το αλάτι, έχει την τάση να αλλοιώνει τη γεύση των φαγητών χωρίς να τους προσθέτει κανένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι απαραίτητο σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν φτιάξω για παράδειγμα ανάλατο ψωμί, αλλά στο κρέας το αποφεύγω εντελώς.

Εκτέλεση :
Χτυπάμε όλα τα υλικά στο γουδί, να γίνουν μια πάστα και τρίβουμε μ’ αυτήν στοργικά το μέσα και το έξω του κρέατος. Γεμίζουμε το μπουτάκι με τα δαμάσκηνα και το τυλίγουμε σε ρολλό. Το δένουμε με σπάγγο για να κρατήσει το σχήμα του.
Ζεσταίνουμε βούτυρο στο τηγάνι και τσιγαρίζουμεπρώτα τις δύοάκρες του ρολλού φορώντας γάντια και κρατώντας το μπουτάκι με τα χέρια (ξέρω μια κυρία που για κάτι τέτοιες δουλειές, είχε αγοράσει γάντια πυροσβέστη – ο καθείς με τις νευρώσεις του). Ύστερα το τσιγαρίζουμε ολοτρόγυρα, ώσπου να αποκτήσει μια κρούστα που θα κρατήσει σφραγισμένους τους χυμούς στο εσωτερικό της.
Μετά από αυτή τη διαδικασία, βάζουμε το κρέας σε ταψάκι χωρίς τίποτε άλλο. Τώρα εγώ σ’ αυτή την περίπτωση το βουτύρωσα πρώτα το ταψάκι γιατί το έχει το βούτυρο το κακό το ριζικό μου κι όχι γιατί αντικειμενικά πίστευα ότι χρειαζοταν. Το σκέπασα με αλουμινόχαρτο και το πέταξα στο φούρνο στις 10:00 το βράδυ για 2 ώρες στους 120 βαθμούς και όλη τη νύχτα στους 90.
Το πρωί με την αυγούλα, ξύπνησα χαρούμενη και με τον τρισχαρούμενο σκύλο μου τρέξαμε χαρωπά στην καταχαρούμενη μοσχοβολούσα κουζίνα μας να επιθεωρήσουμε το μπουτάκι ο καθείς για τους λόγους τους. Το έβγαλα από το φούρνο και το ζούληξα με τα χέρια για να βεβαιωθώ για την υφή του. Ήτο σφριγηλό όσο και τζούσυ!!!!
Το ξεσκέπασα από τα αλουμινόχαρτα το γύρισα το πάνω κάτω και να ξεροψηθεί και η κάτω πλευρά για καμμιά ώρα και ύστερα έφταξα ένα γλάσσο από δύο κουταλιές μαρινάτα συμπυκνωμένη (ακολουθεί ειδικό κεφάλαιο) και δυο κουταλιές σάλτσα κυδωνιού χειροποίητη που την αγόρασα στο μπαζάαρ. Το ξαναγύρισα στο φούρνο να γλασσαριστεί στο γκριλ. Κούκλα. Το έβγαλα από το φούρνο το σκέπασα με αλουμινόχαρτα και το προσπάθησα να το διατηρήσω ζεστό κλείνοντάς το στον (σβηστό) φούρνο μικροκυ(κλω)μάτων.

Παρένθετο μέρος βήτον τονούμενον : Τι απέγινε η μαρινάτα.
Μαρινάτα από μπουτάκι αγριόχοιρου
2 κύβουλες ζωμού, εντελώς πανέτοιμοι από καιρό και θαρραλέοι.

Υπότιτλοι :
Εννοείται πως το Larousse, πρότεινε να χρησιμοποιήσει κανείς ζωμό κυνηγιού.
Βεβαίως, αν είσαι ο Escoffier, o Ducasse ή άλλος σεφ, του αυτού διαμετρήματος, έχεις και ένα τόννο κόκκαλα από κυνήγι τα οποία βράζεις και κάνεις fond brun clair, ακολούθως sauce demi-glace ή απλό fond. Έλεος. Στις οικιακές κουζίνες ούτε μια φορά δεν θα βράσεις κόκκαλα για να το κάνεις αυτό, για δύο λόγους. Κατ’ αρχήν γιατί θα μ’ εμπιστευτείς, όταν σου πω πως έτσι και κάνεις σπιτική ντεμί γκλας και την δοκιμάσεις και βάλεις δίπλα και μια κονσερβοποιημένη, ένα και το αυτό. Έπειτα γιατί η αστική σου κουζίνα, 99% είναι σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων από το αστικό σου σαλόνι το οποίο εφεξής θα βρωμάει κοκκαλίλα . Σημαντικότερο ? Υπάρχει και μια περίπτωση η γεύση του κύβου να είναι συνθετική και να αποφύγεις την πιθανότητα να πάθεις κρώυτσφελντ -γιάκομπς (-σουσάρ-παυλίδης). Θες κι άλλα? Βάλε βρε ψυχή μου δυο κύβους και μη ρωτάς πολλά.

Κι άλλοι υπότιτλοι :
Γενικώς δεν χρησιμοποιώ ποτέ κύβους. Ειδικά λαχανικών. Ποτέ. Ο ζωμός λαχανικών γίνεται στο πιτς φιτύλι και δεν μυρίζει και κνορίλλα. Όμως μια φορά το χρόνο που θα μαγειρέψεις ένα τέτοιο φαί, δεν βλάπτει να κάνεις μια παρασπονδία. Κι άσε τις κυρίες και τους κυρίους που ομνύουν στον σπιτικό ζωμό βοδινού στα περιοδικά γεύσης (που όλα διανέμονται δωρεάν θυμίζω με εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας) να λένε. Κάπως πρέπει να βγάλουν το ψωμί τους κι αυτοί.

Εκτέλεση :
Βράζουμε σε πολύ χαμηλή φωτιά την μαρινάτα μαζί με δυο κύβους ζωμού βοδινού, ώσπου να μείνει η μισή σε όγκο. Το παρασκεύασμα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν άρτυμα σε άλλες σάλτσες. Επειδή είναι πολύ συμπυκνωμένο, βάζουμε λίγο.

Μέρος γάμμον : Gravy
Ζουμάκια του κρέατος από το ταψάκι
2 κουταλιές συμπυκνωμένη μαρινάτα
25 γρ. βούτυρο
2 κ.σ. κορν φλάουρ
2-3 κ.σ. σάλτσα κυδώνι

Χωρίς υπότιτλους.

Εκτέλεση
Λιώνουμε το βούτυρο σε κατσαρολάκι, προσθέτουμε το κορν φλάουρ και σωτάρουμε ελαφρά. Αδειάζουμε στο κατσαρολάκι το σουρωμένο ζουμάκι από το ταψί και το ενσωματώνουμε «en fouettant» (πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση) χτυπώντας δηλαδή δυνατά με το σύρμα για να μη σβωλιάσει. Προσθέτουμε τα άλλα δύο υλικά και το αφήνουμε να πάρει μια βράση ανακατεύοντας συνεχώς μέχρις η σάλτσα να γίνει γυαλιστερή και διαυγής αν και σκούρα. Την κατεβάζουμε από τη φωτιά και την βάζουεμ σε σαλτσιέρα. Παρουσιάζουμε στο τραπέζι το μπουτάκι σε μακρόστενη πιατέλα και το κόβουμε σε φέτες παρουσία του πελάτου σερβίροντας ως καλές οικοδέσποινες. Όποιος θέλει (όλοι) γαρνίρει με τη σάλτσα.

Συνοδεύουμε το μπουτάκι με πουρέ κάστανου.

Πουρές κάστανου για ακαμάτρες: (τον έκανα φέτος)
Αγοράζουμε από το ντελί και τρις ντελί έτοιμο πουρέ κάστανου. Το ζεσταίνουμε σε πολύ χαμηλή φωτιά αραιώνοντας όσο θέλουμε με κρέμα γάλακτος. Αλατίζουμε επαρκώς (εδώ χρειάζεται οπωσδήποτε το άλας). Αρωματίζουμε με μοσχοκάρυδο.

Πουρές κάστανου για δούλες και κυρές. (τον έκανα πρόπερσυ)
Αγοράζουμε κάστανα. Τα βράζουμε, τα ξεφλουδίζουμε, τα ξαναβράζουμε, τα παιρνάμε από το πας πουρέ, ή τα λιώνουμε με το ειδικό εργαλείο μες στην κατσαρόλα για να μη λερώνουμε πολύ τσάντζαλο. Συνεχίζουμε ως άνω.

Πουρές κάστανου για ντεμί ακαμάτρες – ντεμί δούλες και κυρές. (τον έκανα πέρσυ)
Αγοράζουμε κάστανα σε κονσέρβα. Τα λιώνουμε ως άνω. Συνεχίζουμε ως παρά-άνω.

Καλή όρεξη, από την καρδιά μου.
Για την ιστορία : το κρέας ήταν το καλύτερο ψητό κρέας της μέχρι σήμερα καριέρας μου. Η σάλτσα ομοίως. Ο πουρές, ομοιότατα.

Α! μην ξεχάσω. Το συνόδεψα με κτήμα Γκόφα. Μια μεστή, σωματώδη Νεμέα. Στην υγειά σας.

Αν και ντρέπομαι να αφιερώσω τη συνταγή αυτή στον Αθήναιο, εν τούτοις, θέλω να τον ευχαριστήσω γιατί ξεχωρίζει τόσο πολύ από το σωρό των επαγγελματιών που απευθύνονται στον κόσμο αφ’ υψηλού. Είναι άμεσος και ευγενής, και όσο κι αν θέλει να φαίνεται επιτηδευμένος (ίσως γιατί αυτό αρέσει στα κορίτσια), είναι γλυκός και προσγειωμένος και οι αρχάριοι μάγειρες τον αγαπούν γιατί τους νοιάζεται. Αθήναιε, πραγματικά ξεχωρίζετε. Ευχαριστώ για όλα και είμαι σίγουρη ότι εκφράζω πολλούς αναγνώστες σας. Μου ξαναδώσατε το θάρρος της γνώμης μου.

Thursday, December 22, 2005

Για τη Λουκρητία

Τα έχω πει και τα έχω ξαναπεί για το φόρτο εργασίας μου, ας μην τα επαναλάβω.
Αυτός είναι που με στερεί από την ικανότητα να περιδιαβαίνω τα μπλογκς και κυρίως να τα σχολιάζω. Βέβαια σ’ αυτό φταίει και η αιδημοσύνη. Μου φαίνεστε όλοι (κάλά όχι όλοι, όμως οι περισσότεροι), ευφυέστεροι, ωραιότεροι, πιο ενημερωμένοι και απείρως περισσότερο ταλαντούχοι. Μου φαίνεστε επίσης πολύ καίριοι. Τόσο, που ότι και να πω, είναι απλώς λίγο. Αυτά για να μη νομίζετε ότι επειδή δεν σας σχολιάζω, δεν σας διαβάζω κιόλας! Να εξηγούμαστε να μην παρεξηγούμαστε.
Επίσης για να εξηγήσω, πόσο ξαφνιάστηκα από την αναπάντεχη πρόταση της Λουκρητίας, να με διαβάσετε για να ξεστραβωθείτε, τώρα τις γιορτές. Ούτε τώρα τις γιορτές, ούτε ποτέ θα ξεστραβωθείτε διαβάζοντάς με. Το πολύ που έχετε να κερδίσετε είναι το παιχνίδι της ανακάλυψης της γεύσης που ενίοτε το φτάνω στα άκρα, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε αν φτιάξετε για παράδειγμα την black forest μου ή την τάρτα λεμονιού μου. Η μία θεωρείται ως έχουσα λασπωμένο παντεσπάνι και η άλλη ξινή του κερατά. Έτσι όμως είμαι κι εγώ υπερβολική, ακραία και κυρίως ανακαλύπτω την γεύση «έτσι ψαχτά με την αφή» που λέει και το τραγούδι.

Αυτό όμως αγαπητή μου Λουκρητία κι αγαπητοί μου Όλοι, δεν το κάνω τις γιορτές. Γιατί όπως είπε κι ο Αθήναιος, και την κουαφιρ μου θέλω να κάνω και το μανικιούρ μου με τα δέοντα στρασσια (διότι αν δεν ξεφτιλιστεις στυλιστικά τώρα που το καλεί το εορταστικόν κιτς, πότε θα το κάνεις?) και τα βουίσκια μου θέλω να πιω στα Κολωνάκια (το μπέρμπον τόχω μόνο για τσι μαρινάδες, φίλτατε Αθήναιε, άντε και για μερικά μπανιαρίσματα και ντι-γκλέηζινγκς). Χώρια που ένας από τους βασικότερους λόγους που δεν κάνω οικογένεια είναι ότι είμαι ΤΕΜΠΕΛΑ!!!!

Όμως επειδή (αληθινά) σε συμπαθώ και μ’ έριξες παλιόπαιδο με το ποστάκι, σου γράφω κι εγώ τα tips της τεμπέλας Belle du Jour, γιατί έτσι κι αλλιώς, οι καλύτερες δεξιώσεις, είναι για δύο.

Κάνω λοιπόν εγώ τα εξής.

Αγοράζω πράγματα ακριβά και εξαιρετικά, γιατί εξυπακούεται ότι χρήζουν σεβασμού και απλότητας και ως εκ τούτου δεν χρήζουν μαγείρεμα.
Πάρε λοιπόν :
ένα foie gras entire,
μια κονσέρβα χαβιάρι αυθεντικό ή μπρικ,
μισό κιλό σολωμό Μπέργκεν από τον καλό,
δυο τυριά Π.Ο.Π. (εξαιρούνται η φέτα, και όλα τα κατσικίσια) κατά προτίμηση εξωτερικού που κάνει και πιο σικ.
Δυο-τρεις ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΕΣ σαλάτες με έντονα χρώματα κι ένα γλαστράκι σχοινόπρασσο.
Μερικά εξωτικά φρούτα.
Μια μεγάλη ποικιλία κράκερς και γκοφρετών για τυριά.


Μια καλή (και το εννοώ) σαμπάνια. Όχι σπουμάντε.

Φτιάξε μια ωραία ζαρντινιέρα με τις σαλάτες και σπείρε από πάνω φέτες από τα φρούτα, ή κόκκινα σποράκια ροδιού. Βάλε κι ένα ξηροκάρπι της προκοπής, μακαντέμια, κουκουνάρι, κάτι τέτοιο. Ράντισε την σαλάτα με σιρόπι από μπαλσάμικο και τρουφόλαδο (καλό).

Στρώσε το τραπέζι με το καλό σερβίτσιο

Στόλισε πάνω στο τραπέζι με φαντασία εδώ τα τυριά, εκεί το σολωμό, πιο κει το φουά γκρα, και στη μέση μέσα σε ένα μπωλάκι με πάγο, βάλε σε ένα μικρό ασημένιο μπωλάκι το χαβιάρι.

Η συνέχεια επί της οθόνης. Μην φοβηθείς, ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν συνδυάζονται. Τα ακριβά πράγματα σχεδόν πάντα συνδυάζονται. Αν θες τώρα να το παίξεις και λίγο, ελάχιστο μαγείρεμα (λέμε τώρα),

Κόψε λίγο από τον σολωμό σε μικρά κομμάτια χτύπησε μια σαντιγύ άγλυκη με λίγο χυμό λεμονιού (στο τέλος) και λίγο σχοινόπρασσο, ανακάτεψέ τον απαλά μέσα (πάει πολύ και η πέστροφα) και σέρβιρέ τον με λίγο κάρδαμο και δίπλα μια μους λεμονιού σαν αυτή που λέει ο Αθήναιος, χωρίς ζάχαρη.

Το πιάτο σου θα γίνει κάπως έτσι.

(δεν μου φορτώνει την φωτογραφία Και πρέπει να πάω για shopping)

Τύλιξε τέταρτα λεμονιού σε τούλι χρωματιστό (όχι πως θα παρεξηγηθεί με το άσπρο) κατά προτίμηση από μπομπονιέρα. Στόλισέ τα και με τη δέουσα πρασινάδα και μερικές φέτες φρυγανισμένο ψωμί (κατά προτίμηση όχι του τοστ, όπως φαίνεται στη φωτογραφία).,



Για γλυκό?

Σοκολατάκια ταισμένα στο στόμα με την υπόλοιπη σαμπάνια.

Καλά, και κυρίως ξεκούραστα Χριστούγεννα!

Χριστουγεννιάτικο Δωράκι στον εαυτό μου και σε όλους.

Ως γνησίως εργένικο παιδί, έχω πάρει τη συνήθεια εδώ και χρόνια, να κάνω κάθε Χριστούγεννα ένα δώρο στον εαυτό μου.
Μόνο μια φορά, αγόρασα ένα κόσμημα, δεν είμαι και πολύ των τζοβαϊριών, αλλά αυτά ήταν ωραία σκουλαρίκια. Τις άλλες φορές, έπαιρνα –φετιχιστικά- παπούτσια ή ντελικατέσια, εναλλάξ η μαζί! Φέτος με έστειλα στη Βιέννη. Από όπου φυσικά έφερα και παπούτσια και ντελικατέσια. Φευ!

Η Βιέννη είναι η χώρα του Ποτέ-Ποτέ για τα Χριστούγεννα των αστών εργένηδων. Είναι η πόλη που συνδυάζει το glamour με το class. Την αυτοκρατορική αύρα με την μεταμοντέρνα απλότητα, τον καλό καφέ με pampering γλυκά και την αυστηρότητα με το χαμόγελο. Έχει βέβαια, όπως κάθε πρωτεύουσα που σέβεται τον εαυτό της και μια σουρεαλιτέ, environmental conscious κατοίκους που φοράνε γούνες…

Τι είδα : Ας ξεκινήσω από το τι δεν είδα. Δεν είδα τα κατά τόπους ανάκτορα.
Πέρασα ώρες στις Χριστουγεννιάτικες αγορές, και μια ολόκληρη μέρα από τις 4 που είχα στο Leopold Museum (που φιλοξενεί σε μόνιμη έκθεση τους Αυστριακούς ιμπρεσσιονιστές Schiele, Klimt κλπ και φέτος φιλοξενούσε σημαντικά εκθέματα του Μουσείου του Ορσαί εκ Παρισίων) και το MOMUK (το μουσείο μοντέρνας τέχνης με μόνιμα εκθέματα, των Μοντέρνων Κλασσικών, της Σύγχρονης Τέχνης καθώς και μια αίθουσα αφιερωμένη στο κίνημα του Νεορρεαλισμού). Κερασάκι στην Τούρτα???? Μερικοί από εσάς μπορεί να ζηλέψετε. Το Leopold φιλοξενεί φέτος μια έκθεση από φόρμες ζαχαροπλαστικής και μαγειρικής, μερικές από τις οποίες είναι και 300 ετών, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση, με μεγάλα αρχιτεκτονικά μνημεία σε όλος τον κόσμο. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να σκανάρω το φυλλαδιάκι για να σας δείξω μια φωτογραφία, αλλά θα το κάνω ωσονούπω. Τι στην ευχή, διακοπές έρχονται. Θα πει και ναι! Θα βρω και λίγο χρόνο για τον εαυτό μου.

Κατά τα λοιπά, είδα τα καφέ, τους υπέροχους πεζοδρόμους με τον καταπληκτικό στολισμό, ήπια τόνου γκλουβάιν, και παντς μούρων, έφαγα «βρώμικα»

(langos, hot dogs, και διάφορα σνακς πατάτας) έφαγα και κυριλέ, από το all time classic schnitzel, μέχρι 5 είδη σούπας, και σαλάτες με φραμπουάζ και ξύδι σαμπάνιας! Μ’ αρέσει η κακομάθηση βρε παιδί μου έχω μια φυσική ροπή σ’ αυτήν!!!

Φυσικά, μάζεψα και κρύο. Κρύο τρικούβερτο για την ακρίβεια. Είδα και το πρώτο χιόνι στρωμένο στους κήπους, τα πεζοδρόμια και τα κεραμίδια. Ωραία ήταν παγωμένες μύτες, παγωμένο αλλά μ’ ένα τρόπο ζεστό-ζεστό χαμόγελο. Κουταλιές γλυκών, και καφέδες mélange, (μου είναι αδύνατο να πιω τον καφέ μου μαύρο, αλλά με σώνει ότι δεν του βάζω ποτέ ζάχαρη).

Το ψώνισα : Τυριά και αλλαντικά. Άλλα από το δρόμο,














άλλα από ντελικατέσια.















Γλυκειά μουστάρδα, βαζάκια δύο. Σοκολατάκια με τρούφα (αληθινή, tuber) που μου έφερε και την ιδέα, αντί για βούτυρο ή αμυγδαλόλαδο να γυαλίζω την ganache bitter μου με τρουφόλαδο του Πιεμόντε. Τι λέτε γι αυτό Αθήναιε? Ίσως αν έτριβα μέσα και ολίγη από tuber estivum? Πήρα κι ένα Sachertorte με το σκεπτικό ότι αφού δεν είδα την κρεβατοκάμαρα της Σισσυ με παίρνει ως προς αυτό να ακολουθήσω το τουριστικό κιτς. Και στο αεροδρόμιο αγόρασα ένα μπουκάλι Tettinger ροζέ για τη νύχτα της πρωτοχρονιάς. Αγόρασα την αφίσα της έκθεσης με τις φόρμες και όλα τα Χριστουγεννιάτικα δώρα μου από το μουσείο. Ακόμα και καλαθάκι για το σάντουιτς του βαφτιστηριού, που θα πάει 1η του χρόνου, με ζωγραφιά του Van Gogh.




Αγόρασα κι ένα καπέλλο, μια εκρού τόκα με συνθετική γούνα και το στόλισα με μια καρφίτσα σβαρόφσκι σε σχήμα τερριέ. Έτσι για συνειρμό με τη Μάγια. Της Μάγιας της έφερα μια αρμαθιά λουκάνικα για σκύλους (βιολογικής κτηνοτροφίας παρακαλώ). Το καθίκι, ανακάλυψε το κουτί, το έσκισε και τα έφαγε όλα σε ένα βράδυ. Κι αν σου κάτσει???!!!
Ύστερα, φόρεσε το καπέλλο μου, κι έκανε την πολύ ωραία.







Φέτος τα Χριστούγεννά μου άρχισαν στις 13 Νοεμβρίου, που πήγα με το βαφτιστήρι, να δούμε τον Καρυδοσπάστη Ον Αις. Μ’ αρέσει που κρατάνε τόσο πολύ καιρό. Μ’ αρέσει που κάθε Σαββατοκύριακο από τότε, είναι πιο χαρούμενο, έντονο κι ανέμελο. Μ’ αρέσει που οι γιορτές συνεχίζονται και σας βρίσκω όλους καλά, αγαπημένους, (μερικούς με μεγάλες δημοσιογραφικές επιτυχίες : Συγχαρητήρια) ορεξάτους και εμπνευσμένους.

Καλά Χριστούγεννα. Με αγάπη το λέω. Και καλή συνέχεια στη γιορτή!

Wednesday, December 14, 2005

Η μαγεία των Χριστουγέννων
















Μερικές από τις χειροτεχνίες του Bazaar

Για μερικούς ανθρώπους, η προετοιμασία των Χριστουγέννων ξεκινάει μήνες πριν. Συνήθως αυτό συμβαίνει με όσους έχουν μαγαζιά ή επαγγέλματα που σχετίζονται με τις γιορτές. Διαλέγουν εορταστική διακόσμηση, κανονίζουν πάρτυ, ετοιμάζουν εκδηλώσεις, όλα όσα τελος πάντων είναι αυτά που καθιστούν τον Δεκέμβριο μήνα γιορτής.

Το ίδιο συμβαίνει και σε μερικά σπίτια της Αθήνας. Και ειδικά σε τρία σπίτια στη Νέα Σμύρνη. Της κυρίας Λίτσας, της κας Μαρίας και της κυρίας Μάρως. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι, ξεκινάνε τις ετοιμασίες των Χριστουγέννων γύρω στο Σεπτέμβρη.
Καταμερίζουν τις εργασίες, οργανώνονται, συλλέγουν πρώτες ύλες κι αρχίζουν σιγά σιγά σε allegro ma non tropo, συνεχίζουν σε allegro vivace και με ένα δυναμικό crescendo ολοκληρώνουν τις ετοιμασίες 1-2 εβδομάδες πριν τις γιορτές. Αυτές οι τρεις κυρίες, είναι προικισμένες με φοβερά χαρίσματα. Κατ’ αρχήν είναι ευγενής και επικοινωνιακές. Έχουν λαμπερά μάτια και καθαρό βλέμμα και όλοι όσοι τις ξέρουν είναι αδύνατον να τους αντισταθούν. Έχουν και το φοβερό χάρισμα της αυτοέκθεσης. Δεν φοβούνται να ζητήσουν. Ίσως γιατί δεν ζητούν ποτέ για τον εαυτό τους. Ζητούν για τους άλλους και το ήθος τους κάνει αναντίρρητα άγιο το σκοπό και τα μέσα τους.
Φέτος όπως και τα τελευταία 3 χρόνια, άρχισαν να μαζεύουν κληματόβεργες από τον τρύγο για να φτιάξουν στεφάνια Χριστουγεννιάτικα. Την ίδια περίοδο, είχαν ήδη ζητήσει από τους φίλους τους και εκείνοι είχαν ήδη υποσχεθεί, άλλη κουραμπιέδες με βούτυρο αγνό από τη Σύρο, άλλη χειροποίητα αγγελάκια με κεφαλάκια από παπιέ μασέ και φουστανάκια πλεκτά στο βελονάκι, άλλος βιβλία, άλλος γλυκά του κουταλιού, κρασί και τσίπουρο. Το μυαλό τους όλους αυτούς τους μήνες περιστρέφεται γύρω από το ποιες χειροτεχνίες μπορούν να προσφέρουν για να πουληθούν στο Χριστουγεννιάτικο μπαζάρ των Δρόμων Ζωής. Κεριά χειροποίητα, αρωματικά χώρου από πορτοκάλι και γαρύφαλλο, λιαστές ντομάτες, σουπλά γεμισμένα με ρύζι και γαρύφαλλο για να κουμπήσεις απάνω το πυρέξ και να μοσχοβολήσει το σπίτι. Κοσμήματα, Χριστουγεννιάτικα στολίδια, στεφανάκια πάνινα, μηλοπιτάκια, ρινίσματα αγάπηςκαι κονίαμα πίστης ανακατεύονται επί τρεις μήνες σ’ αυτή τη γειτονιά με προορισμό το Γκάζι και ημερομηνία παράδοσης τη 10η Δεκεμβρίου. Σ’ εσάς.

Την ίδια στιγμή, σε μια άλλη γειτονιά της Αθήνας τρεις άλλοι άνθρωποι αγωνίζονται για να παράξουν ένα άλλο θαύμα. Να πείσουν τα παιδιά του κέντρου, όχι απλώς ότι είναι ισότιμα μέλη αυτής της κοινωνίας που κλωτσάει με το μυτερό της σιδερένιο παπούτσι, αλλά ότι είναι σε θέση προσφέροντας από τη δική τους δημιουργία να βοηθήσουν τους εαυτούς τους και την κοινωνία που κλωτσάει. Τα ονόματά τους? Είναι η Αντωνία, ο Μπάμπης και ο Θοδωρής. Η Αντωνία είναι δικηγόρος. Όμως τα Σάββατα γίνεται δασκάλα αγγειοπλαστικής στο Γκάζι και φτιάχνει με τα παιδιά στο μάθημα του πηλού χριστουγεννιάτικα στολίδια για το δέντρο σας. Τα ψήνει, ύστερα τα παιδιά τα βάφουν, το καθένα το δικό του στολίδι, που έφτιαξε με τα χέρια του και τους κολλάνε κρεμαστράκια. Στην ίδια αίθουσα, ο Θοδωρής με τον Μπάμπη, ο ένας φοιτητής της Αρχιτεκτονικής κι ο άλλος ιδιωτικός υπάλληλος βάζουν τα παιδιά να φτιάξουν ζωγραφιές κι αργότερα να τις κολλήσουν σε σκληρά χαρτόνια και να προσαρμόσουν επάνω τους μηχανισμούς ρολογιών και δείκτες. Τα ρολόγια των παιδιών, θα πουληθούν κι αυτά στο παζάρι και μαζί μ’ αυτά οι φιγούρες του θιάσου του καραγκιόζη που ο Θοδωρής κι ο Μπάμπης φτιάχνουν μόνοι τους στο σπίτι.

Γιατί γίνονται όλα αυτά? Γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια περίσσεια αγάπης που κάπου πρέπει να τη διοχετεύσουν αλλιώς θα εκραγούν. Κι έχουν και πίστη. Πίστη ότι ο κόσμος αλλάζει. Αλλάζει αν θέλει κανείς να τον αλλάξει και κάνει κάτι γι αυτό. Ε, αυτοί, είναι που κάνουν κάτι γι αυτό.

Προβλήματα? Σωρό! Ούτε που μπορείτε και μπορώ να φανταστούμε τι προβλήματα έχει ο κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους όταν κλείνει η πόρτα του. Είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, άλλοι με επαγγελματικά, άλλοι με προσωπικά, άλλοι με οικογενειακά προβλήματα άλλοι με προβλήματα υγείας, ακριβώς όπως εσείς κι εγώ. Βλέπετε, η ζωή όλων μας μάλλον ορίζεται από τα προβλήματα που μας προσφέρει, παρά από τις χαρές. Όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, με την απλή πίστη ότι είναι προνομιούχοι σε σχέση με άλλους, δίνουν από το υστέρημά της ενέργειάς τους για να εξασφαλίσουν σε κάποιους ανθρώπους ένα καλύτερο αύριο.

Ο Μπουφές !!!!

Ύστερα, είσαστε εσείς. Όλοι εσείς που περιμένετε να μαζευτούν οι δουλειές όλων αυτών των ανθρώπων πασπαλισμένες με την αγάπη και τυλιγμένες με την πίστη τους και να τρέξετε να μετουσιώσετε την δική σας αγάπη σε χρήμα για να τις «αγοράσετε». Να τις τιμήσετε έπρεπε να λέμε με τη δική σας αγάπη και πίστη και είτε να τις κρατήσετε στο σπίτι σας διπλοαγαπημένες και ψυχοτυλιγμένες είτε να τις προσφέρετε τυλιγμένες με ζελατίνα τρυφερότητας σ’ αυτούς που αγαπάτε περισσότερο στον κόσμο.

Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους. Εσάς για την τιμή της αγάπης και της εμπιστοσύνης σας και τους εθελοντές των Δρόμων, την κυρία Λίτσα την κυρία Μαρία, την κυρία Μάρω, την άλλη κυρία Μαρία, την Αντωνία, το Θοδωρή, τον Μπάμπη, κιαυτούς, που δεν έμαθα τα ονόματά τους, για το μάθημα που έλαβα από αυτούς. Το μάθημα του να μετουσιώνεις σε πράξη την ανάγκη σου για αλλαγή. Η αποδοχή τους στην ομάδα τους με κάνει πολύ πλουσιότερη σαν άνθρωπο. Και κανένα ευχαριστώ δεν είναι αρκετό.

Αυτοί οι άνθρωποι υλοποίησαν και το φετινό παζάρι, αυτοί οι άνθρωποι έστησαν τις ψυχές τους σαν σε ξώβεργες για να καλέσουν τις δικές σας να κολλήσουν στο Γκάζι και στα παιδιά του Γκαζιού.

Δυο χάι λάιτς της γιορτής. Ο ακούραστος μικρούλης Μεσούτ, δεξί χέρι του μπουφέ, και η Νεργκιούλ, η ωραιότερη μαμά του Γκαζιού με τα απίθανα τυροπιτάκια της και το μπουλγκούρ, καλύτερη στιγμή της Κυριακής.

Ευχαριστώ.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

Wednesday, December 07, 2005

Μια αγωνία...













Εχω μια αγωνία αυτές τις μέρες.
Πότε θα προλάβω να φτιάξω τις τάρτες μου, αν θα γίνει η ζύμη τραγανή, αν η κρέμα λεμονιού φανεί ξυνή στον κόσμος, αν η ganache θα γυαλίσει επαρκώς, να βάλω αρμυρά macadamia ή ανάλατα ? Μήπως στη δόση του σιροπιού για το gluwein πρέπει να ελαττώσω τη φλούδα των εσπεριδοειδών, μην πικρίσει?

Αυτά θα σας κεράσω, όσους έρθετε στο μπαζάρ των Δρόμων Ζωής. Όμως αυτά που έχετε να δείτε είναι πολύ περισσότερα. Είναι χειροποίητα κοσμήματα, χειροποίητα χριστουγεννιάτικα στολίδια, βιβλία, δώρα, κρασί, σπιτικές κονσέρβες, γλυκά του κουταλιού και λικεράκια, κεριά διακοσμητικά, κι ένα σωρό μεζεδάκια και γλυκά φτιαγμένα από κουζίνες αγαπητικές, όλα πεντανόστιμα και λαχταριστά. Τα παιδιά του κέντρου μας έφτιαξαν σοκολατάκια σε Χριστουγεννιάτικα καλούπια και γίναν τέλεια. Τα συσκευάσαμε σε ωραίες ζελατίνες σε σχήμα καραμέλας και θα είναι σούπερ για να γλυκάνετε την αγαπημένη ή τον αγαπημένο σας, ή κάποιον που θα θέλατε να αγαπάτε κάθε μέρα της επόμενης χρονιάς κι ακόμα δεν το ξέρει!

Για όλα αυτά σας προσκαλώ να έρθετε στο παζάρι μας. Γιατί η αγάπη περισσεύει για όλους σας και πρέπει να ανακυκλωθεί. Να σας δώσουμε εμείς τη δικιά μας και να πάρουμε τη δικιά σας. Και ό,τι αγάπη μαζέψουμε να τη δώσουμε στα παιδιά του κέντρου. Να τελειώσουν την τάξη, το σχολείο, τη μουσική, να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή.

Να φέρετε και τα παιδιά σας ή τ’ ανήψια και τα βαφτιστήρια σας. Είναι ωραίο τα παιδιά να καταλαβαίνουν ότι ζουν σε μια αλληλέγγυο κοινωνία. Είναι ωραίο να θέλουν να το αναπαράγουν. Και είμαι σίγουρη ότι βλέποντας το φως στα μάτια των εθελοντών θα καταλάβουν ότι το μυστικό της ευτυχίας είναι στην προσφορά.

Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Για όλους εμάς, τους εθελοντές των Δρόμων Ζωής, αυτό το κρυφά δεκαήμερο,φανερά διήμερο πανηγύρι, είναι ένα ψυχικό lifting. Ένα botox στις μικρές κακουχίες και στις ρυτίδες έκφρασης. Το παζάρι των Δρόμων, είναι το δικό μας spa για να προετοιμαστούμε για το ρεβεγιόν. Εκεί γυαλίζουμε τις καρδιές και την επιδερμίδα μας και κυρίως εκεί ξεπλένουμε τα μάτια μας για να έχουμε λαμπερό βλέμμα στη μεγάλη γιορτή. Ελάτε να το δείτε. Θα σας κλείσουμε λίγη από τη λάμψη μας σε καρυδόπιτα και ζεστό κρασί (για θεραπεία επί τόπου) και σε βαζάκια με εληές και μαρμελάδες, και χειροποίητα αγγελάκια για θεραπεία στο σπίτι.

Μέσα στο παζάρι, προσωπικοί σας αισθητικοί σύμβουλοι για το σιδέρωμα της ψυχής, θα είναι τα παιδιά της θεραπευτικής κοινότητας «Διάβαση» που με παντομίμα θα σας δείξουν τη δική τους λάμψη.
Και βέβαια εξαιρετικοί κι αγαπημένοι σπόνσορες όλων των πομάδων και θεραπειών, οι φίλοι, της αγαπημενότερης και γλυκύτερης μαγειρικής και όχι μόνο παρέας του ελληνικού διαδικτύου. Η παρέα του forum του http://www.hungry.gr/, που δεν θα σταματήσει ποτέ να με εκπλήσσει με την αγάπη που δίνει απλόχερα, όπου της ζητηθεί. Είτε με υλική, είτε με πρακτική βοήθεια, είτε με προσφορά είτε με εθελοντική εργασία, πολλές φορές και με τα δύο, τα παιδιά του hungry, βοηθούν για δεύτερη φορά φέτος στην υλοποίηση ενός project που δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς αυτά.
Η ευγνωμοσύνη μου σε όλους τους δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια.

Θα προσπαθήσω όμως να τους πω αυτό : Δεν τους θαυμάζω μόνο επειδή προσφέρουν. Επειδή ξέρουν να μοιράζονται και θέλουν να το κάνουν. Τους ευχαριστώ με βαθειά συγκίνηση και δακρυσμένα μάτια γιατί η στήριξή τους στους Δρόμους, είναι για μένα, την ίδια την Τίνα, το μικρό κουκούτσι το μαύρο, στην καρδιά της Μάτζικας, η μεγαλύτερη ένδειξη αγάπης. Γιατί εγώ, ανάμεσά τους, μέσα τους, βρήκα την τυχερή δεκάρα. Και να πα να πνιγεί κι Σκρουτζ κι ο Ρόμπαξ κι η Νταίζη κι όλοι. Η τυχερή δεκάρα είναι δική μου και μου τη χάρισαν τα παιδιά του hungry. Και κάθε φορά που το σκέφτομαι κλαίω και ξέρω ότι λίγοι άνθρωποι είναι τόσο τυχεροί όσο εγώ. Να τους αγαπάει τόσο πολύς κόσμος και να τους εμπιστεύεται.

Ασπα, Ντίνο, Μάρω, Νόπη, Ηλία, Στέφανε, Κώστα, Κωνσταντίνα, Μαίρη μου καλή, Ντινάκι, Νένα, Μαρία, Ιωάννα, Πηνελόπη, Άννα, Κική, Άννα, Σταυρούλα, Κέλλη, Νικολέττα, Βίκυ, Σοφία, Βασιλική, Γιάννη, Τέτη και κυρίως Δρ. Κοτσανολόγε που κάνεις ολόκληρο ταξίδι για νάρθεις να δουλέψεις στο παζάρι, ευχαριστώ. Ευχαριστώ, που μ’ αγαπάτε και μ’ εμπιστεύεστε. Δεν θα το ξεχάσω, δεν μπορώ να το ξεχάσω ποτέ. Περιμένω με αγωνία να σας δω.

Το Σάββατο και την Κυριακή, από τις 10:00 το πρωί έως τις 8:00 το βράδυ, στο Χριστουγεννιάτικο Bazaar των Δρόμων Ζωής, Περσεφόνης 49, 3ος όροφος, στο Γκάζι.

Tuesday, November 29, 2005

Απλή σαλάτα με σολωμό, εκ των ενόντων












Χτες το βράδυ, κι ευρισκόμενη σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο της εβδομάδας, ήτοι : να προλάβω να πλύνω τις κουρτίνες του σπιτιού και να τις απλώσω και να στεγνώσουν και να τις μαζέψω πριν βρέξει, και άλλα μικροαστικά καθήκοντα, αποφάσισα να ανταμείψω τον εαυτό μου με ένα αξιοπρεπές αλλά ελαφρύ δείπνο.

Τα λαχανικά μου λιγοστά και ελαφρώς αταίριαστα μεταξύ τους και με την πρωτεΐνη της σαλάτας, που επρόκειτο να είναι φιλέτο σολωμού.

Μαρούλι
Κρεμμυδάκι φρέσκο
Μαραθόριζα

Τι τα κάνεις τώρα αυτά?

Κατ’ αρχήν, τα έπλυνα, τα καθάρισα, τα στέγνωσα.
Υστέρα χονδρόκοψα το μαρούλι (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η σαλάτα πρέπει να είναι ψιλοκομμένη κι έκοψα τη μαραθόριζα σε φέτες, κάθετα προς τη ρίζα, ώστε να συγκρατούνται τα φύλλα μεταξύ τους.
Ζέστανα λίγο ελαιόλαδο στο τηγάνι και τότε μου ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσω πορτοκάλι. Έστυψα λοιπόν δυόμιση πορτοκάλια και έκοψα το εναπομείναν μισό σε κομματάκια.
Σωτάρησα στο ζεστό λάδι τις φέτες της μαραθόριζας και πρόσθεσα ένα κουταλάκι μέλι για να καραμελώσουν. Στο τέλος, έριξα το μισό χυμό πορτοκαλιού για να πάρουν μια βράση και μόλις ήπιαν το χυμό προσέθεσα λίγο μπαλσάμικο και τα έβαλα στη σαλάτα.. Πρόσθεσα στη σαλάτα τους κύβους από το μισό πορτοκάλι και την πασπάλισα με μαυροκούκι.

Χωρίς να πλύνω το τηγάνι, το σκούπισα με χαρτί κουζίνας και το έβαλα στη φωτιά. Σωτάρησα σε λίγο λάδι μια σκελίδα σκόρδο και προσέθεσα τα δύο φιλέτα του σολωμού να ροδίσουν ελαφρά κι από τις δύο πλευρές. Μόλις ροδίσανε ελαφρά τα πασπάλισα με μείγμα μπαχαρικών για κουσκους και τα μπανιάρησα με τον υπόλοιπο χυμό πορτοκαλιού. Μόλις ήπιαν το χυμό, τα στόλισα γύρω από τη σαλάτα.

Για ορεκτικό, έκανα το εξής.

Είχα αγοράσει προ καιρού στο ΙΚΕΑ ένα κουτί με θηκούλες για ορ ντ’ εβρ από φύλλο.
Ανακάτεψα λοιπόν λίγο στραγγιστό γιαούρτι με το χυμό μισού λεμονιού και ψευτο χαβιάρι (αυγά ψαριού ότι νάναι). Ψιλόκοψα και λίγο σχοινόπρασσο κι έτοιμη η λιχουδιά. Γέμισα με το μείγμα αυτό τις θηκούλες και τις στόλισα με μερικά αυγουλάκια από πάνω. Δοκιμάστε το και θα με θυμηθείτε.


Καλή όρεξη.

Wednesday, November 23, 2005

Ο λύκος πίσω από το συρματόπλεγμα


Picture2 149
Originally uploaded by max_brandmeyer.

Το βλέμμα του είναι τρυφερό και κοφτερό. Εχει μια στοργή για την ανθρώπινη κατάσταση. Βλέπει το θέατρο των ανθρώπινων σκιών κι όσο πιο πολύ τον πονάει τόσο πιο πολύ αγαπάει το ανθρώπινο είδος.
Ο λυκάνθρωπος σας περιμένει...

Tuesday, November 22, 2005

Πορτοκάλι brownies


Good or bad? Good!
Originally uploaded by KurtQ.

Την Κυριακή, ήμουν προσκαλεσμένη για φαγητό, σε φίλους που αγαπούν πολύ τα γλυκά. Κι επιπλέον έχουν καινούργιο σπίτι. Κατά την προσφιλή μου συνήθεια, αποφάσισα να τους πάω δώρο μια εορταστική πιατέλα και να την γεμίσω με ένα δικό μου γλυκό.

Πέρασαν από το μυαλό μου δυο τρία και κατέληξα να φτιάξω μια δοκιμασμένη συνταγή για mocha brownies, που δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους αρέσει.
Μ’ έτρωγε όμως να φτιάξω δεύτερη φορά το ίδιο γλυκό. Κάτι με πιάνει, κι όταν κάτι το έχω φτιάξει, σαν να είναι μια κατεκτημένη κορυφή, το ξεπερνάω. Θυμήθηκα τα σούπερ ντούπερ πορτοκάλια που είχα στο ψυγείο και αποφάσισα να μετατρέψω την συνταγή μου στα κουτουρού από mocha, σε bitter chocolate - orange brownies.

Χρησιμοποίησα τα εξής :

250 γρ σοκολάτα μπίττερ με 70% κακάο
¾ κούπας βούτυρο
2 κούπες ζάχαρη
6 αυγά
Λίγο λιγότερο από 1 κούπα αλεύρι (περίπου 200 μλ)
Το χυμό και το ξύσμα ενός πορτοκαλιού
1 σφηνάκι Grand Marnier (cordon jaune) (για την ιστορία, μωρέ!)
¼ κούπας γιαούρτι
1 πρέζα αλάτι
1 κ.γ. baking powder

Το καλό με τα brownies, είναι ότι δεν θέλουν και πολλά πολλά. Στο πιτς φιτύλι γίνονται.

Ακριβώς ως εξής :

Λιώνουμε σε μπαιν μαρί ή στα ωραία μικροκυ(κλώ)ματα τη ζάχαρη με το βούτυρο, χωρίς να ζεσταθούν πολύ και τα αφήνουμε ον δε σάιντ μέχρι να κρυώσουν κάπως.
Ανάβουμε το όμορφο μίξερ και με περισσή χαρά χτυπάμε τα αυγά με τη ζάχαρη ν’ ασπρίσουν.
Προσθέτουμε το μείγμα της σοκολάτας και χτυπάμε ίσα μέχρι να ομογενοποιηθεί το σύνολο.
Προσθέτουμε τα σχετικά με το πορτοκάλι φλέηβορ, χυμό ξύσμα και λικερ.
Προσθέτουμε (πάντα χτυπώντας ρυθμικά με το μίξερ) το αλεύρι , το αλάτι και το baking powder.
Λαστ μπατ νοτ λιστ, μπαίνει το γιαουρτάκι. Επεξήγηση : Κανονικά ο Αμερικάνος θα έβαζε ξινή κρέμα, αλλά που να τρέχεις, οπότε βάλτε γιαούρτι να κάνετε δουλειά σας. Και πιο λίγα λιπαρά και πιο οικονομία .
Μόλις το μείγμα ομογενοποιηθεί σταματάμε το χτύπημα. Δεν είναι κέηκ να περιμένουμε να φουσκώσει…

Στρώνουμε ένα λαδωμένο ταψάκι με λαδόχαρτο και βουτυρώνουμε το λαδόχαρτο.
Αδειάζουμε το μείγμα και ψήνουμξε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθιμούς επί περίπου 30 – 35 λεπτά ανάλογα με το φούρνο. Τα μπράουνις, δεν πρέπει να στεγνώσουν. Οπότε αν τα τρυπήσετε με σουβλάκι και δείτε μικρά ψιχουλάκια κολλημένα, μην τρομάξετε είστε σε καλό δρόμο.
Όταν τα μπράουνις ψηθούν τα αφήνουμε να κρυώσουν, όπως είναι μέσα στο ταψάκι. Όταν κρυώσουν εντελώς, τα κόβουμε σε τετράγωνα, τα πασπαλίζουμε με άχνη για τάχα μου ομορφιά και κρύβουμε σε ασφαλές σημείο 2-3 κομμάτια για τη λιγούρα. Τα υπόλοιπα τα παρουσιάζουμε στην παρέα μας οπλισμένη με θάρρος και αποφασιστικότητα να διεκδικήσουμε αυτό που μας ανήκει. Προετοιμαστείτε για σφαγή. Είναι πολύ καλά.

Τώρα εμένα, μου περίσσεψε ολίγη ζύμη, την οποία την έψησα σε μικρές θηκούλες για muffins. Φυσικά, δεν φούσκωσαν, αφού δεν ήταν muffins, αλλά επιπλέον στέγνωσαν παραμένοντας μαλακά. Φανταστείτε ένα πολύ πολύ αφράτο και απαλό κέηκ. Όσοι από εσάς δεν αρέσκεστε στην λασπώδη, παρακμιακή υφή των brownies, κάντε τα έτσι. Γίνονται τέλεια κι επιπλέον η γεύση τους θα σας αποζημιώσει.

Δεν θέλω να περιαυτολογήσω (αλήθεια το λέω όμως) , αλλά για μένα ήταν ο πιο ισόρροπος συνδυασμός σοκολάτας πορτοκαλιού που έχω φάει.
Επειδή η συνταγή έγινε στα κουτουρού, μπορεί να μην σας πετύχει απολύτως. Θα με βοηθήσετε πολύ υποδεικνύοντάς μου τι δεν σας άρεσε, ώστε να την τελειοποιήσω. Εύχομαι πάντως να σας πετύχει, όπως μου πέτυχε εμένα.

Για ένα πράγμα μετανοιώνω. Που δεν τα φωτογράφησα μέσα στην ωραία κατακόκκινη εορταστική πιατέλα της Εύης. Ήταν και κουκλιά, εκτός των άλλων.

Καλή όρεξη.

Υ.Γ. Αν θέλετε την ορίτζιναλ συνταγή πριν την παραποιήσω, με χαρά την δημοσιεύω.

Sunday, November 20, 2005

Ζύμη τάρτας (pate brisee)

Υλικά για μια βάση τάρτας διαμέτρου 28 έως 32 εκ.

200 γρ. αλεύρι τύπου 55 (ή για όλες τις χρήσεις)
40 ml νερό παγωμένο
1 κρόκος αυγού
100 γρ βούτυρο
Σε περίπτωση που η ζύμη θα χρησιμοποιηθεί για γλυκειά τάρτα:
20 γρ ζάχαρη
Θα χρειαστείτε ακόμα :
Περίπου 40 γρ. αλεύρι για το άνοιγμα του φύλλου
Και περίπου 10 γρ βούτυρο για το βουτύρωμα της φόρμας

Παραδοχές :

Η ζύμη τάρτας πρέπει να παραμείνει τριφτή. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να απελευθερωθεί η γλουτένη του αλευριού στη ζύμη που θα της προσδώσει συνεκτικότητα. Η γλουτένη απελευθερώνεται ή με την θερμοκρασία, ή με το ζύμωμα, ή και με τα δύο.
Για τους λόγους αυτούς :
Δουλεύουμε σε ένα περιβάλλον σχετικά δροσερό (ανοίξτε κανένα παράθυρο)
Δουλεύουμε τη ζύμη σε μια κρύα επιφάνεια (κατά προτίμηση μάρμαρο)
Χρησιμοποιούμε κρύο νερό
Χρησιμοποιούμε βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου μεν αλλά όχι υπερβολικά μαλακό. Αν το βούτυρο είναι πολύ σκληρό δεν θα ενσωματωθεί ικανοποιητικά στη ζύμη. Αν είναι πολύ μαλακό, θα προσδώσει στη ζύμη ελαστικότητα αντί να την κάνει τριφτή. Δεν πρέπει λοιπόν το βούτυρο να λιώνει όταν έρχεται το πιάνουμε στο χέρι μας.
Δουλεύουμε γρήγορα τη ζύμη χωρίς να την ζυμώνουμε, αλλά τρίβοντας τα υλικά με τα χέρια μας, ή δουλεύοντας την ζύμη με το ειδικό εργαλείο για τριφτή ζύμη.
Ιδανικά, φτιάχνουμε τη ζύμη την προηγούμενη μέρα και την διατηρούμε τυλιγμένη σε μεμβράνη στο ψυγείο ώσπου να την ανοίξουμε σε φύλλο.

Εκτέλεση

Κοσκινίζουμε το αλεύρι σε ένα βουναλάκι πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
Ανοίγουμε στο βουναλάκι ένα κενό στη μέση.
Διαλύουμε το αλάτι στο νερό και αδειάζουμε το νερό στο κενό του αλευριού.
Προσθέτουμε τον κρόκο του αυγού.
Προσθέτουμε το βούτυρο σε κομμάτια.
Φέρνουμε λίγο από το αλεύρι στην κοιλότητα με τα άλλα υλικά και το ανακατεύουμε απαλά χωρίς να ζυμώνουμε.
Σταδιακά αλλά γρήγορα ενσωματώνουμε όλο το υπόλοιπο αλεύρι στα υγρά υλικά, τρίβοντας και όχι ζυμώνοντας με τρόπο ώστε η ζύμη να φεύγει από τα δάχτυλα σφίγγοντας το χέρι μας.

Μπορούμε να βελτιώσουμε την ομοιογένεια και την συνεκτικότητα της ζύμης τρίβοντας την 1 έως 2 φορές ώσπου να χρησιμοποιηθεί. Υπάρχουν δύο τρόποι να γίνει αυτό. Ο ένας τρόπος είναι να την τρίψουμε ανάμεσα στις παλάμες σε τρίμματα. Ο τρόπος αυτός έχει το μειονέκτημα ότι μπορεί να ζεστάνει τη ζύμη και να την κάνει ελαστική.
Ο άλλος τρόπος είναι να την δουλέψουμε με το ειδικό εργαλείο ζύμης brisee.

Αν δεν έχετε αυτό το εργαλείο, αλλά θέλετε καλύτερο αποτέλεσμα, πιάστε τη ζύμη στο χέρι σας, όπως είναι παγωμένη από το ψυγείο και τρίψτε την στο τρίφτη του τυριού από την πολύ χοντρή πλευρά. Θα εκπλαγείτε με το αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, μετά το τρίψιμο, μαζεύουμε απαλά την ζύμη σε μπάλα χωρίς να την ζυμώσουμε.
Την τυλίγουμε σε μεμβράνη και την φυλάμε στο ψυγείο το λιγότερο για 4 ώρες και ιδανικά για μία μέρα.
Πριν την ανοίξουμε σε φύλλο, την αφήνουμε εκτός ψυγείου για μία ώρα ώστε να μαλακώσει και να μπορούμε να τη δουλέψουμε.
Ανοίγουμε την ζύμη σε φύλλο πάχους 3 – 4 χιλιοστών και τινάζουμε όσο αλεύρι έχει μείνει πάνω στο φύλλο από το άνοιγμα.
Στρώνουμε το φύλλο σε πολύ καλά βουτυρωμένη φόρμα και τρυπάμε την επιφάνειά του σε πολλά σημεία με πηρούνι.
Μπορούμε να την γεμίσουμε και να την ψήσουμε σ’ αυτήν την φάση, αλλά καλύτερα είναι για να μην νοτίσει η βάση από τη γέμιση να την ψήσουμε σε μέτριο προς δυνατό φούρνο για 20 λεπτά πριν την γεμίσουμε. Για να μην φουσκώσει, στρώνουμε πάνω στη ζύμη λαδόχαρτο και την γεμίζουμε με ένα βαρύ όσπριο ή βάρη ψησίματος για τάρτες. Σ’ αυτή τη φάση, προστατεύουμε με αλουμινόχαρτο (η γυαλιστερή πλευρά προς τα έξω) τα τοιχώματα της τάρτας ώστε να μην καούν μια και θα εξέχουν και κατά την διάρκεια του οριστικού ψησίματος.

Thursday, November 17, 2005

17 Νοεμβρίου, φέτος είναι η Τρίτη Πέμπτη του Νοέμβρη

Για τη σοβαρή επέτειο κυττάξτε δίπλα.

Για πιο light όψη της σημερινής μέρας ή για να ξεχάσετε την συνθηκολόγηση των τότε επαναστατών (εμένα μου χρειάζεται), ένα σας λέω :






















Κάντε τα κουμάντα σας και πιείτε και μια γουλιά για τη Μαρία της ντροπής.

Που ξέρεις, μπορεί να πάρει ανάποδες στροφές...

Wednesday, November 16, 2005

Πρόσκληση Εκδήλωσης Αγάπης





Για να διαβάσετε πιο άνετα την πρόσκληση, πατήστε το εικονίδιο :

Free Image Hosting at www.ImageShack.us

Tuesday, November 15, 2005

Τάρτα λεμονιού με κουκουνάρι

Την πρωτοέφαγα στη Ρώμη.
Σε μια υπέροχη τραττορία κοντά στη Ροτόντα. Ήταν ανήμερα Πάσχα.
Η τάρτα λεμονιού, είναι για μένα η επιτομή του ευγενούς γλυκού. Είναι απαλή, με διακριτική γεύση και αυτή τη μοναδική διεισδυτικότητα που ξεπλένει τους γευστικούς κάλυκες από οτιδήποτε γεύτηκαν ως εκείνη την ώρα. Τους κάνει σαν να ξαναγεννιούνται και η πρώτη γεύση της ζωής τους να είναι αυτή. Αυτό το αίσθημα κρατάει ευτυχώς λίγο κι έτσι το μυαλό δεν ξεχνάει όλες τις άλλες υπέροχες γεύσεις που κατά καιρούς το ξελογιάζουν.
Έτσι λοιπόν η πολυπρόσωπη τάρτα λεμονιού, έχει την μοναδική ικανότητα να σε πείθει κατ’ αρχήν ότι πρόκειται για ένα καθ’ όλα ευπρεπές γλυκό και εκ των υστέρων να σε συναρπάζει μοναδικά και να σε συνεπαίρνει. Αυτό την κάνει εντόνως ανταγωνιστική με οποιοδήποτε άλλο γλυκό προσφερθεί σε ένα τραπέζι και από την άλλη, ιδανικό τελείωμα ενός δείπνου με ψάρι ή θαλασσινά.

Την περασμένη Παρασκευή, ήμουν προσκεκλημένη σε ένα υπέροχο δείπνο. Η αφορμή της συνάντησης, ήταν η επέτειος πριν μερικές μέρες των 80 χρόνων από την γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι. Στο σπίτι που φιλοξενούσε την συνάντηση, δεν υπήρχε φωτογραφία του ζευγαριού, αλλά η φωτογραφία του Μάνου, δέσποζε σε κεντρικό σημείο της βιβλιοθήκης. Το μουσικό κομμάτι της βραδιάς, ήταν επιμελημένο από ένα γνωστό κιθαρίστα, ο οποίος είχε ετοιμάσει ένα πρόγραμμα διάρκειας μιας ώρας με τραγούδια του Μάνου, που τραγουδήσαμε όλοι μαζί.

Το μαγειρικό κομμάτι που επιμελήθηκε η οικοδέσποινα, ήταν εξαιρετικό και περιέλαβε ξιφία α λα σιτσιλιάνα, σαρδέλλες ψητές με πιπεριές φλωρίνης και μαϊντανό, τάρτα με σολωμό και σπανάκι και δυο υπέροχες σαλάτες. Εγώ σκέφτηκα να πάω το γλυκό και η πρώτη μου σκέψη ήταν να φτιάξω μια τάρτα λεμονιού, που η ευγένεια της θα ταιριάξει με τη μουσική και η αυθάδειά της θα καθαρίσει το στόμα από την επίγευση του ψαριού.

Τη ζύμη τάρτας την φτιάχνω πάντα μόνη μου. Η συγκεκριμένη περιείχε :

500 γρ αλεύρι για όλες τις χρήσεις
250 γρ βούτυρο φρέσκο
80 γρ ζάχαρη άχνη
80 γρ κουκουναρόσπορο αλεσμένο
½ κ.γ. αλάτι
2 αυγά

Η ζύμη τάρτας δεν ζυμώνεται. Ανακατεύουμε το αλεύρι με τη ζάχαρη, το αλάτι και το κουκουνάρι και προσθέτουμε το βούτυρο σε μικρούς κύβους. Δουλεύουμε γρήγορα τρίβοντας το μείγμα του αλευριού με το βούτυρο ώσπου όλα τα υλικά να γίνουν τρίμματα. Τότε σπάμε τα αυγά και πάλι με γρήγορες κινήσεις και χωρίς να ζυμώνουμε, ενοποιούμε τη ζύμη, την μαζεύουμε σε μια μπάλλα και την αφήνουμε σκεπασμένη στο ψυγείο, το λιγότερο για μία ώρα, ιδανικά για μια μέρα.
Την άλλη μέρα, ανοίγουμε τη ζύμη σε φύλλο, το στρώνουμε σε βουτυρωμένη ταρτιέρα και το τρυπάμε παντού. Σκεπάζουμε τη ζύμη με λαδόχαρτο. Γεμίζουμε το λαδόχαρτο με όσπρια και προστατεύουμε τα πλαϊνά της τάρτας με αλουμινόχαρτο. Ψήνουμε για περίπου 10-15 λεπτά στους 180 βαθμούς και αφαιρούμε από την τάρτα τα λαδόχαρτο με τα όσπρια που χρησιμοποιήσαμε για βαρίδια.

Εν τω μεταξύ φτιάχνουμε την κρέμα ως εξής.

Αναμειγνύουμε στο μίξερ
3 αυγά,
80 γρ. βούτυρο λιωμένο,
100 γρ ζάχαρη
και
το χυμό και το ξύσμα 5 (πέντε) λεμονιών (μην σας κάνει εντύπωση η ποσότητα
)

Το μείγμα γίνεται πολύ υδαρές.
Γεμίζουμε με αυτό την μισοψημένη τάρτα, και ψήνουμε για 10-15 λεπτά στους 230 βαθμούς. Η κρέμα πήζει με το ψήσιμο και αποκτά πολύ μεταξωτή υφή.

Βγάζουμε την τάρτα από το φούρνο και την αφήνουμε να κρυώσει. Γεμίζουμε την επιφάνειά της με κουκουναρόσπορο. Προαιρετικά, μπορούμε να πασπαλίσουμε το κουκουνάρι με λίγη ζάχαρη άχνη και να το βάλουμε για ελάχιστη ώρα στο γκρίλ να καραμελώσει η επιφάνεια.

Θα σας εκπλήξει. Είναι η πιο λεμονένια και λιγότερο γλυκειά τάρτα λεμονιού που θα έχετε δοκιμάσει.

Καλή επιτυχία

Magica de Spell

Thursday, November 10, 2005

Η αλητεία

















νο κόμμεντς!

Το τραπέζι αναλυτικά











Ο Ζαχάρης τηγανίζει πατάτες στην αυλή
και μια πόρτα του κόβει τον αέρα












Οι κόκκινες γόπες της Αγ. Γαλήνης



















φρέσκιες εληές τσακιστές

















ντολμαδάκια με αμπελόφυλλο και σέσκουλο
και μια μια γεμιστή μελιτζάνα















διάφορα άγρια χόρτα σαλάτα

Η σπορά













Σ’ ένα κόσμο που καίγεται από τη χωρίς διέξοδο δυστυχία, σε μια ανελεύθερη κοινωνία που κλείνει τα ραδιόφωνα, σε μια αγορά ατιμασμένη και χωρίς ήθος, ζω.
Κι επιλέγω να φεύγω.
Να δραπετεύω σ’ ένα κόσμο που τον εξυγιαίνει η επαφή με τη φύση και με «το προϊόν του μόχθου του». Σ’ ένα κόσμο που ζει ελεύθερος μυρίζοντας το χώμα, τη βροχή, βλέποντας την ανατολή και το χρώμα του μόλις ξεπεταγμένου φύτρου. Που γεύεται άγρια χόρτα, και φρέσκια ρακή.
Σ’ αυτόν τον κόσμο ζουν ο Ζαχάρης με την Ελένη και η Ερασμία με τον Λεφτέρη.
Σ’ αυτόν τον κόσμο ο Ζαχάρης, παιδικός ήρωας από παραμύθι, μας υποδέχθηκε, μας φιλοξένησε, και μας μίλησε. Η άγραφη συμφωνία μας, είναι κάθε φορά που πάω στην Κρήτη, να μου λέει κάτι για τους παλιούς τρόπους. Για την παλιά ζωή. Η κάτι για την ζωή της Κρήτης. Στη γλώσσα της Κρήτης. Αναμνήσεις του. Αναμνήσεις του αμπελιού, ή της ελιάς. Ή του σπιτιού. Κι εγώ να τα δημοσιεύω. Προέκυψε τυχαία και άτυπα αυτή η συμφωνία. Και την τηρούμε αμφότεροι. Φέτος, μου είπε για την Σπορά.

Την γράφω με κεφαλαίο, γιατί στο μυαλό μου η σπορά συμβολίζει την υπόσχεση της γης να γεννήσει για να θρέψει τους ενοίκους της. Ανθρώπους και ζώα. Συμβολίζει την διαιώνιση της ζωής πάνω στον πλανήτη μ’ ένα μοναδικό τρόπο που με ξεπερνάει πολύ για να τον περιγράψω λεκτικά και με ξαναγυρίζει στο ίδιο σημείο που έρχομαι κάθε φορά που καταλαβαίνω ότι η αλαζονεία του ανθρώπινου είδους, το έχει στερήσει από την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ότι είναι περαστικό από τον ίδιο του τον πλανήτη, όσο και από το ηλιακό σύστημα, το γαλαξία, ή το σύμπαν. Μεγάλη κουβέντα? Ας ξαναγυρίσουμε στη σπορά, όπως την περιγράφει η ζεστή, ραδιοφωνική φωνή του Ζαχάρη.

Η σπορά ξεκινούσε λοιπόν με τα πρωτοβρόχια. Γύρω στις αρχές Οκτωβρίου, ο γεωργός ξεκίναγε να σπέρνει και ολοκλήρωνε τη διαδικασία αυτή το Μάρτιο. Απορείτε? Κι εγώ, ώσπου κατάλαβα, ότι η σπορά δεν αφορούσε μονάχα στο στάρι, αλλά σε όλους τους σπόρους που χρησίμευαν, στην οικογένεια και τα ζώα. Στην πρώτη φάση, έσπερνε το στάρι, το κριθάρι και την βρώμη, που την έλεγαν και ταγή γιατί την τάιζαν στα άλογα.
Ως τα Φώτα σπέρνε στάρι,
κι ως τα’ Αγιάντωνου κριθάρι,
λέει η παροιμία.
Ακολουθούσαν τα κουκιά, ο βίκος (επίσης ζωοτροφή) και η ρόβη που την έδιναν στα βόδια κυρίως την περίοδο της αναπαραγωγής. Ο Ζαχάρης είναι σαφής : όση δουλειά έκανε ο γεωργός για να ταΐσει την οικογένειά του, άλλη τόση έκανε και για τα ζώα του. Το λέει και στα μάτια του ζωγραφίζεται μια στοργή. Στοργή αλλιώτικη για τα ζώα. Όχι η δική μας η αστική στοργή του καναπέ. Ένα κράμα σεβασμού στο άλλο είδος, με ευγνωμοσύνη για την προσφορά του και έκδηλη αίσθηση υπεροχής.
Αυτοί οι σπόροι, σπέρνονται στη γη κι αμέσως μετά, η γη οργώνεται.
Οι άλλοι σπόροι, που σπέρνονται όψιμα, ρεβύθια, φακές, μπιζέλια, σπέρνονται το Μάρτιο, αφού η γη έχει πρωτοοργωθεί το Γενάρη και έχουν ακολουθήσει και άλλα δυο ή τρία οργώματα .

Ξεκινώντας τη σπορά του ο γεωργός γέμιζε ένα σακκί με το σπόρο που επρόκειτο να σπείρει κι έβαζε μέσα και στο σακκί του κι ένα ρόδι που τόλεγε «σπορόρογδο». Ζωνόταν λοιπόν το σακκί του και ξεκινούσε για τη σπορά.
Πρώτη του κίνηση, να καθαρίσει το χωράφι του από τα ζιζάνια και να το χαράξει σε κομμάτια προκειμένου να ελέγχει ευκολότερα την πρόοδο της δουλειάς.
Έπειτα, έκανε το σταυρό του, ο Ζαχάρης σηκώνει τα φρύδια για έμφαση, και ξεκινούσε να σπέρνει. Αφού έσπερνε το τμήμα του χωραφιού που είχε ξεχωρίσει, έστρεφε τα βόδια του προς την ανατολή. Τα έζευγνε στο ζυγό και ξεκινούσε το όργωμα. Τελειώνοντας τη δουλειά της ημέρας, υπολόγιζε την κλίση του εδάφους και τραβούσε μερικές αλετριές παράλληλα με την κλίση για να εξασφαλίσει την απορροή των νερών της βροχής, ώστε να μην λιμνάσουν και σαπίσει ο σπόρος.

Ο γεωργός έσπερνε ως αργά το βράδυ. Την δύση του ήλιου εννοεί ο Ζαχάρης. Αν καλοσκεφτείτε όμως την ώρα που ξεκινάει η σπορά, προφανώς η δύση του ήλιου είναι αργά το βράδυ… Γυρίζοντας στο σπίτι, η πρώτη του δουλειά, είναι να ταΐσει τα βόδια και να ετοιμαστεί για την άλλη μέρα. Επειδή στην διάρκεια της σποράς, τα βόδια εργάζονται σκληρά και δεν έχουν το χρόνο να βοσκήσουν στη διάρκεια της μέρας, την εποχή αυτή ο γεωργός σηκωνόταν γύρω στις 3:00-3:30 τα ξημερώματα για να ζευγοταΐσει όπως λένε στην Κρήτη. Να ταΐσει δηλαδή τα βόδια δεύτερη φορά, για να αντέξουν τη σκληρή δουλειά και την πείνα της ημέρας. Σ’ αυτό το διάστημα, η τροφή των ζώων ήταν ιδιαίτερη. Εκτός από άχυρο, ο γεωργός τα τάϊζε και κουκιά μουλιασμένα και βίκο που τ’ ανακάτευε με την συνηθισμένη τροφή. Το μείγμα αυτό ονομαζόταν γέμη και παρείχε ιδιαίτερη ενέργεια στα ζώα.

Ολοκληρώνοντας την σπορά των χωραφιών του, ο γεωργός, καθόταν στην πόρτα του σπιτιού του έβγαζε από το σακκί της σποράς το σπορόρογδο, το ακουμπούσε στην ποδιά του και άνοιγε όλους τους σπόρους και τους έτρωγε ο ίδιος, ελπίζοντας με την συμβολική αυτή πράξη να έχει πλούσια σοδειά.
Την πρώτη ένδειξη για την σοδειά, την έδινε ο ασφένδυλος, που το φύτρο του είναι το πρώτο που βγαίνει μετά τα πρωτοβρόχια. Αν τα άνθη που βγαίνανε στο ραβδάκι του ασφένδυλου κάλυπταν μεγάλο μήκος του βλαστού, η χρονιά προοιωνιζόταν καλή. Αλλιώς…

Στο σπίτι της Ελένης και του Ζαχάρη


















Το σπίτι τους






Το τραπέζι

Συγγνώμη.

Δεν είμαι καλά.
Συγκεκριμένα ξεχειλίζω δηλητήριο.
Μ’ έχει κάνει κουρέλι η απαγόρευση της κυκλοφορίας στη χώρα της ελευθερίας. Η καταστολή. Η βία. Η απόγνωση.
Μ’ έχει ξεσκίσει η βομβιστική επίθεση στην Ιορδανία. Δεν το αντέχω να παίζει το κράτος με το παρακράτος πινγκ πονγκ με ανθρώπινες ζωές για να κερδίσουν την μάχη των εντυπώσεων και άρα του πετρελαίου στα μάτια μου. Μ’ εξοργίζει και η υποψία αποδοχής ή κατανόησης έστω για τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα. Ακριβώς τόσο, όσο με εξοργίζει η στάση του ΝΑΤΟ απέναντι στη Μ. Ανατολή.

Μ’ εξοργίζει, που έχει μείνει μια Έλλη Πασπαλά να θυμάται τον Χατζιδάκι. Και να μου τον θυμίζει. Ότι οι συγκεντρώσεις με θέμα τη μουσική του έχουν γίνει κρυφό σχολειό στις μέρες μας. Την ίδια στιγμή που η υποκουλτούρα κάνει «ποιοτική στροφή»… Έλεος. Οίκτο. Κάτι τέλος πάντων…
Μ’ εξοργίζει που έχει χαθεί το μέτρο. Που όποιος σκυλάς έχει περάσει τα πενήντα ή έχει πεθάνει, αίφνης, θεωρείται κλασσικός. Ήμαρτον, Μάνο μου. Μ’ εξοργίζει η ξεφτίλα του Νιόνιου, που τον πίστευα σα Θεό και κάθε τόσο μου γυρίζει το μαχαίρι στην πληγή που μου άνοιξε με τον συμβιβασμό του.

Για να ξαναγυρίσω στο πετρέλαιο αφρίζω από το θυμό μου που το εντεταλμένο όργανο των πετρελαϊκών εταιρειών που έχει το θράσος να αυτοαποκαλείται «Διεθνές Συμβούλιο για την Δημιουργία Κεφαλαίου» τολμάει να δυναμιτίζει την πρώτη και μοναδική προσπάθεια που έγινε ποτέ για τη ασφάλεια του περιβάλλοντος, το πρωτόκολλο του Κιότο. Κι αυτό που με πληγώνει και με πονάει σα γροθιά στο στομάχι, είναι που ξέρω ότι τους παίρνει να συμπεριφέρονται έτσι, γιατί οι κοιμισμένοι, εμείς, δεν αντιδρούμε. Στημένοι στις ουρές που περιγράφει ο Πολύβιος για να αποκτήσουμε τα must have αντικείμενα του πόθου μας, δεν αντιδρούμε.

Μου τη δίνει η αλαζονεία του ανθρώπινου είδους που δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι απλώς ένα είδος στον πλανήτη που ήρθε και μπορεί να παρέλθει όπως οι τριλοβίτες, τα μαμούθ, και οι δεινόσαυροι. Ότι το περιβάλλον αλλάζει, δεν πεθαίνει. Και αλλάζοντας απλώς δεν έχει χώρο για τον άνθρωπο. Ούτε για τα γελοία του λεφτά.

Με πονάνε οι φίλοι που σε κάνουν παρέα μόνο όσο σε χρειάζονται για να πούν τα προβλήματά τους. Όσο μπορούν να κερδίσουν από σένα έστω και μια ώρα ακρόασης. Με νευριάζουν γιατί είναι ηλίθιοι και με νευριάζει κι ο εαυτός μου που δεν κατάλαβα πόσο ηλίθιοι είναι πριν τους δώσω τα λουλούδια μου.

Και μέσα σε όλα αυτά, προσπαθώ μέρες να συγκεντρωθώ για να περιγράψω τις 3 υπέροχες μέρες που πέρασα στην Κρήτη. Μου είναι αδύνατον. Νοιώθω ένοχη να θυμάμαι ομορφιές, όταν διώκονται οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι διαφορετικοί. Όταν εισάγουμε πολιτισμό με τη μορφή σήριαλ, από ένα κράτος στο οποίο η θρησκευτική ελευθερία είναι άγνωστη λέξη και οι μειονότητες απαγορεύεται να μιλάνε στην γλώσσα τους.

Θυμώνω.
Θυμώνω με τα λεφτά που ξοδεύονται στα ξενυχτάδικα. Είναι ύβρις.
Θυμώνω με τους ανθρώπους που βγάζουν έξω τους σκύλους τους κρατώντας σκουπόξυλα για να χτυπήσουν τους αδέσποτους. Σε λίγο θα δίνεται το σκουπόξυλο δώρο με κάθε κουτάβι – μελλοντικό αδέσποτο, εν ίδει προσφοράς «σκορδόψωμου».
Θυμώνω με τον εαυτό μου που παραπονιέμαι γιατί τα χρήματά μου δεν φτάνουν για να βγαίνω έξω, για να παίρνω καλλυντικά, για να αγοράζω επώνυμα ρούχα, για να πηγαίνω συχνότερα κομμωτήριο, για να κάνω δυο τρία ταξίδια. Είναι ύβρις.

Θυμώνω που ενώ γίνονται όλα αυτά, εγώ μιλάω για το ευ ζειν και τον λεγόμενο υλικό πολιτισμό κι αναζητώ την τελειότερη συνταγή για lemon pie.

Έτσι, θα σας δείξω μόνο τις φωτογραφίες από την Κρήτη. Θα τις δω κι εγώ και θα κλείσω τα μάτια και θα προσπαθήσω να θυμηθώ την ασφάλεια που νοιώθω εκεί.

Συγγνώμη, το ξέρω πως δεν έχω πολιτικό λόγο. Δεν ξέρω να τα πω καλά και πηδάω από θέμα σε θέμα. Όμως ο στόχος μου δεν είναι να σας κάνω εντύπωση. Είναι να ζητήσω συγγνώμη που μέσα σε τόση δυστυχία και αδικία, εγώ ασχολούμαι ακόμα με τον πάτο της κατσαρόλας σαν να ήταν ο καθρέπτης μου κι εγώ η Αλίκη του.

Συγγνώμη.
Αγαπάτε με.

Friday, November 04, 2005

Γκρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρρ!




Η γρίππη δεν αφήνει ούτε τις μάγισσες ήσυχες.

Αρρώστησα. Όπως είχα να αρρωστήσω πάνω από 5 χρόνια. Συγκεκριμένα από το Κουκάκι! Ισως 6 χρόνια. Και μια και έγινα σαφής (τι σουρεαλιτέ Θεέ μου, είχα και μια συζήτηση για τον Tzara προχτές, ήρθε κι έδεσε!) , θα σας πω οτι έχει να περάσει αέρας από τα ρουθούνια μου πάνω από 3 μέρες, έχω ξεχάσει πως είναι να μην έχεις πονοκέφαλο και να μυρίζεις. Νομίζω οτι πέθανα. Λόγω μη μυρίσεως εννοώ.

Ετσι, θα σας πω τα νέα μου, ό,τι έχω να πω, μόλις λίγο συνέλθω. και μου περάσει αέρας από τη μύτη και μου φύγει ο πονοκέφαλος και τα διαόλια μου.

Συμβουλή : Τα καπνιστά ουίσκια, δεν βοηθάνε ούτε στην πρόληψη ούτε στην καταστολή της νόσου. Εκτός κι αν ειδικά το caol ila... Θα δοκιμάσω σήμερα άλλο.
Μάλλον θα γίνω αλκοολική μέχρι να γίνω καλά.

Ασχετο, η Αγριππίνα, κολλούσε γρίππη?

Φιλιά με μύξες.

Magica de Spell

Υ.Γ. Τώρα αυτό, μπορεί να το πει κανείς γρίππη των πουλερικών?

Tuesday, October 25, 2005

Κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής













Η βασιλική του Αγ. Ιωάννου στο Λιλιανό



Το κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε πριν 2 χρόνια, μετά πό μια εκδρομή σαν αυτή που θα κάνω μεθαύριο.
Η ανυπομονησία μου να τη ζήσω είναι τόση, που θέλοντας να τη μοιραστώ μαζί σας σας δίνω να διαβάσετε προπέρσινα ξινά σταφύλια, τότε που το Μέλι ζούσε, το βαφτιστήρι ήταν 3 χρονών και αδυνατούσε να προφέρει τα 2/3 των συμφώνω του ελληνικού αλφαβήτου κι εγώ είχα κατάθλιψη.

Μόλις γυρίσω από την εκδρομή μου, θα σας πω τα καινούργια. Προς το παρόν, βγάζω κάθε λίγο τα εισητήρια και τα κυττάζω με προσμονή και εχτές το βράδυ, έπεσε στο τραπέζι η πρώτη ιδέα τζόγου της φετεινής εκδρομής. Να παίξουμε όλοι μαζί τζόκερ. Προκαταβολικά δηλώνω, οτι αν κερδίσω πολλά λεφτά 1) Θα σταματήσω να δουλεύω, 2ον) δεν θα σταματήσω να bloggάρω (κι όπου θέλω ρεμιζάρω που θα έλεγε και το τραγούδι) και 3ον) θα παραμείνω ένας απλός πάμπλουτος άνθρωπος και θα σας κάνω όλους παρέα (αυτά για να μη σε πιάσουν οι ανασφάλειες αρμυρίκι, εντάξει?)

Καλή ανάγνωση.

..........................................



Η Κρήτη το φθινόπωρο είναι μελαγχολική. Εχει αυτή τη γλυκειά μελαγχολία της φύσης και των ανθρώπων που προετοιμάζονται για το σκοτάδι του χειμώνα. Εχει αυτό το χαρακτηριστικό βλέμμα που κρύβεται κάτω από το έντονο υπερόφρυο και που σκέφτεται τον ελαιώνα, που είναι μίζερος φέτος. Ανομβρία βλέπεις. Που δεν τολμάει να χαρεί με την καινούργια τσικουδιά, η μάλλον που χαίρεται αλλά μια μικρή μαχαιριά στο στέρνο τρυπάει λίγο την χαρά της. Εχει το βλέμμα του Ζαχαρία, του Λευτέρη και της Ερασμίας. Εχει τη μυρωδιά της αγκαλιάς τους και το διαπεραστικό άρωμα της νέας τσικουδιάς.
Πάλι σαν αίμα κύλησε στις φλέβες μου η Κρήτη. Πάλι σαν αιθέριο έλαιο φώλιασε στα ρουθούνια μου και μου ξύπνησε αυτήν την προαιώνια αγωνία για το χειμώνα. Για τη μοναξιά. Για τα μελαγχολικά απομεσήμερα της Κυριακής, που όσοι διεκδικήσαμε το δικαίωμα στην ατελείωτη εφηβεία τα τυλίγουμε ευλαβικά μέσα στα μαλακά μπουρνούζια και τα βρέχουμε με δυο νοσταλγικά δάκρυα. Και τα δάκρυα λάμπουν στον ήλιο που μπαίνει από τη τζαμαρία του αστικού διαμερίσματος με τους φραουλί καναπέδες και τους τοίχους στο χρώμα της σάρκας του μήλου. Δεν είναι εδώ η θέση τους. Είναι στο στρωμένο τραπέζι της Ερασμίας με το λαγό στιφάδο και τους λαχανοντολμάδες με τζατζίκι. Είναι στο τρυφερό της χάδι, στη γλύκα της φωνής της όταν σου λέει «σ’ αγαπάω παιδί μου» στο χέρι της με τα περιποιημένα όμορφα νύχια που ξορκίζει το κακό μάτι στάζοντας λάδι σ’ ένα φλυτζάνι με νερό.
Θυμάμαι την αγκαλιά του Λευτέρη και το θερμό χαιρετισμό του όταν μας είδε να βγαίνουμε από το αυτοκίνητο. Στιβαρή αγκαλιά. Κοφτερός χαιρετισμός. Χαρούμενος. Η φωνή συγκρατημένη μα τα χέρια μοιραία αφημένα να δείξουν την αγάπη. Κι ας φωνάζει από μακριά ότι είναι ματωμένος. Εσφαζε πριν τον φωνάξουμε.
Τι ζεστασιά σ’ αυτό το τραπέζι των δυο ανθρώπων που έχασαν αγαπημένους τους μες στο καλοκαίρι! Ο Λευτέρης τον πατέρα του, έναν ψηλό και ομορφάντρα γέρο Κρητικό. Εναν ντεληκανή που θα μαύρισε πολλές καρδιές με τα γαλανά του μάτια ώσπου να τα κλείσει στα 103 χρόνια του. Η Ερασμία τον αδελφό της στην Καβάλα. Μαύρισε το καλοκαίρι της, μαύρισαν τα ρούχα της, σκοτείνιασε το χαμόγελό της, μα το βλέμμα της ζεστό. Και τι ζεστό, τι φιλόξενο τραπέζι. Ηθελα να μη σταματάω να τρώω για να μην έρθει η ώρα να φύγω. Ο αδελφός μου τάχασε. Τον εξέπληξε η απλόχερη φιλοξενία, η αγάπη που σαν να περπατούσε πάνω στο τραπέζι. Το βραστό αυγό για το βαφτιστήρι που κουρασμένο από το πρωινό ξύπνημα δεν ήθελε να φάει. Το φρέσκο χρυσό αυγό μέσα στο κουπάκι που γρήγορα κι αποφασιστικά του τάισε η Ερασμούλα. Εμπειρη γιαγιά βλέπεις. Η Δήμητρα το πρόσεξε : Πως φαίνεται ο άνθρωπος που έχει εγγόνια, είπε. Σκέφτηκα μέσα μου : Ο άνθρωπος που αγαπάει έμπρακτα.
Το βράδυ κουβέντα γύρω από το τραπέζι και ρακάκια. Είχα καιρό να απολαύσω τον αδελφό μου, τη γυναίκα του, τη φίλη μου τη Λία που για μια φορά ακόμα μας φιλοξενούσε στο διακοσάχρονο σπίτι της. Απλά, ανεπιτήδευτα, ξεκούραστα λόγια ειπωμένα από ανθρώπους που αγαπιούνται αλλά δεν προλαβαίνουν να το πουν ο ένας στον άλλον. Ρακάκια, μεζεδάκια, φρέσκο κρητικό τυρί στην δροσερή αυλή. Το παιδί να τρέχει γύρω γύρω, να πηδάει από αγκαλιά σε αγκαλιά να φωνάζει στη Λία : Λία το χωγιό θου είναι καταπλητικό. Πολύτιμες στιγμές, σπάνιες για μας τα ευσυνείδητα κι αφοσιωμένα στελέχη. Τα συνθηκολογημένα (?) …
Την άλλη μέρα, του Αγ. Δημητρίου, μαζέψαμε με το βαφτιστήρι μου αγριολούλουδα, δώρο για τη μαμά του. Φωτεινό χαμόγελο. Δόντια λαμπερά που λάμπουν απέναντι στα λουλούδια που σφίγγει το μικρό χεράκι. Η αρχέγονη χαρά της μητέρας μπρος στο παιδί της. Κι ύστερα, Αρχάνες. Ενα από τα βραβευμένα χωριά της Ευρωπαικής ένωσης. Και με πόσο απλό τρόπο. Πετάχτηκαν οι θλιβερές πλαστικές πινακίδες με το νεον. Εξοστρακίστηκαν οι πλαστικές καρέκλες. Γίναν όλα ξύλινα. Πινακίδες σεμνές, παραδοσιακές με μαύρες σιδερένιες βάσεις και ταμπέλες φιλοτεχνημένες στο χέρι. Αυλές και πεζόδρομοι γεμάτα λουλούδια. Μπουκαμβίλιες, αγιοκλήματα, κισσοί. Κι αυτό το ανατριχιαστικό μουσείο με ευρήματα από την Τρίτη π.Χ. χιλιετία. Τα κουφάρια των αρχαίων Κρητών κουλουριασμένα μέσα στους πίθους. Τα πατητήρια τους θρόνους τα λαγήνια. Σε τόσο μικρό χώρο πως μπορει να χωράει τόσο μεγάλη ανατριχίλα? Είναι η απόδειξη αυτό το μουσείο ότι οι Κρήτες ήταν ίδιοι και αιώνες πριν. Ασχολιόντουσαν με τη γη. Με το σταφύλι το ιερό, με την ελιά, το στάρι. Λυτρωτικές ασχολίες. Από τότε ως τώρα.
Στην πλατεία των Αρχανών, κουνέλι τηγανητό, αίγα κοκκινιστή, κολοκύθια τσιγαριαστά, βιλάνα στα ποτήρια. Ηλιος γύρω και στα σκαλάκια παιδιά να παίζουν. Μουστάκια γκρίζα στα διπλανά τραπέζια και βροντερές φωνές. Χέρια που σηκωνόντουσαν ψηλά και στόματα που φωνάζανε : «Εις υγεία πάντα γεια!» Κι αλλού: «Εγω μωρέ σας ήφερα επαέ να φάτε.» Απόδειξη ότι δεν την ονειρεύομαι την Κρήτη, υπάρχει. Την ακούνε κι άλλα αυτιά. Τη μυρίζουν κι άλλες μύτες και την γεύονται κι άλλα στόματα.
Το βράδυ βεγγέρα στο σπίτι. Ο Ζαχάρης. Άλλο ένα ζεστό καλοσώρισμα. Κάρβουνα και μπριζόλες. Πατάτες τηγανισμένες στο γκάζι σε παληό τηγάνι. Χοντροκομμένες. Μαρούλια από τον κήπο και κρεμμύδι καφτερό. Ο Ζαχάρης, πήγε κρυφά στο Καστέλι κι αγόρασε μια τούρτα για τη Δήμητρα. Εκπληξη , μαζί με τα φρέσκα λουλούδια στο κανάτι. "Δεν θα πούμε χρόνια πολλά, θα νομίζει ότι το ξεχάσαμε κι όταν έρθει η ώρα θα πεταχτώ εγώ δίπλα από την πίσω πόρτα και θα τα φέρω." Του χάλασαν την έκπληξη Η Ερασμούλα κι ο Λευτέρης που μπήκαν με τα δικά τους τ’ άνθια και την αγκαλιά τους για τη Δήμητρα. Κι έτσι τά φερε κι εκείνος όλα πριν το τραπέζι. Ηρθαν ακόμα κι ο παπάς με την παπαδιά, ο άλλος θείος της Λίας. Άνθρωποι καλοί, απλοί και ζεστοί κι αυτοί. Φάγαμε αγαπημένα, με γέλια και μαντινάδες. Κάθε τόσο έβγαζα την ψυχή μου έξω από την παρέα για να τους καμαρώσω. Για να τους δω από μακριά, να τους θυμάμαι για πάντα. Αυτό το «πανωραίο σόι» που είπε κάποτε ένας αγαπημένος μου φίλους για ένα άλλο σόι, μιαν άλλη χρονιά, σε ένα άλλο αγροτόσπιτο, μιαν άλλη γιορτή, που έμεινε ζωγραφισμένο στην ίδια καρδιά.
Οι πολλοί φύγαν με ευχές κι αγκαλιές και μείναμε οι εκδρομείς γύρω από τα μελαγχολικά μαύρα μάτια του Ζαχάρη που διηγιόταν με την καταπληκτική προφορά και την ζεστή βαθειά φωνή του, ιστορίες από την κατοχή του παππού της Λίας. Μα και τσαμπουκάδες για κορίτσια, και ακόμα ιστορίες με αρκούδες και γύφτους και σκύλους που κυνηγούσαν μόνοι. Νόμιζα ότι ήμουν στη χώρα των Θαυμάτων. Νόμιζα ότι ήμουν μέσα στο ντοκιμαντερ κι ότι έβλεπα με τα ίδια μάτια μου το ψηλό παππού με την γκυλόττα και το κρουσάτο μαντήλι να σφάζει το Γερμανό.
Παραμονή της Εθνικής γιορτής στην πλατεία της Αγ. Αικατερίνης της Σιναΐτισσας ρακάκι με μεζέ. Πλαστικό σημαιάκι και λαχείο αγορασμένο και μοιρασμένο στα τέσσερα. Ονειρα για 2 μέρες, μιας ζωής απαλλαγμένης προσωρινά από τον πονοκέφαλο της τσέπης. Και το απόγευμα – μα αλήθεια τι μελαγχολικά που βραδιάζει νωρίς- στα καζάνια. Που βγαίνει η τσικουδιά.
Καζανάρης ο Χαρίδημος Τζιμπιμπάκης. Στον Αρχάγγελο είναι το πρωτόγονο καζάνι. Εξω από το καστέλι. Σ’ ένα παράπηγμα χτισμένο με μπλόκια (που λένε οι Κρητικοί). Κουβαλήσαμε μια καζανιά στράφυλα. Ισα για να δούμε πως βγαίνει η τσικουδιά. Ρακή τη λένε οι Τούρκοι μού ‘πε ο κυρ Χαρίδημος. Το καζάνι του καίει ξύλα. Τα μοντέρνα με πυρηνάκι (που καίνε δηλαδή πυρήνα ελιάς με εξελιγμένο φλόγιστρο κάτω από το καζάνι) δεν βγάζουνε καλή ρακή. Πρώτα, βγαίνει λιγότερη κι έπειτα καθώς βράζουνε δυνατά τα στράφυλα αναπηδάνε και βάφουνε τη ρακή. Άλλη βγαίνει ροζ, άλλη κίτρινη… Μα ο κυρ Χαρίδημος, μάστορας καζανάρης, έχει τη φήμη ότι βγάζει εξαιρετική ρακή. Σκύβει πάνω από το καζάνι, οι φλόγες γλύφουν τα τοιχώματα και χαηδεύουν τα χέρια του. Στρώνει μέσα αστιβίδα (τα ξερόκλαρα του θάμνου για να μην κολλήσουν τα στράφυλα στο καζάνι και αρπάξει η τσικουδιά) από πάνω αδειάζει τα στράφυλα κι αν δεν έχουν καθόλου χυμό τους προσθέτει λίγο νερό. Το καζάνι του χωράει 129 κιλά στράφυλα. Το πολύ να τους βάλει μια ντενέκα νερό. Απ’ αυτά τα στράφυλα θα βγάλει 30 – 40 κιλά τσικουδιά.
Ο Ζαχάρης ψήνει στην θράκα κολιούς και φυτεύει στο χόβολη πατάτες να γίνουνε οφτές. Δίνει στο Βαγγελάκη πατάτα. Αυτός κλέβει και σταφίδες που ναι σε μια σακκουλιτσα στη μέση του τραπεζιού. Γεμίζει τις τσέπες τις φόρμας του. Τραβάει το πουκάμις του Ζαχάρη και του λέει με δυνατή φωνίτσα : « Κύλιε Δαχάλη, θ’ ευχαλιθτώ που μου δίνεις τόθο ωλαία και νόθτιμη πατατούλα» Κι αργότερα σε μένα. «Ο κύλιος Δαχάληθ μου εδωσε πχιαλάκι» παναπεί ψαράκι. Παναπεί το μικρό τρελλάθηκε μ’ αυτά που είδε στο καζάνι. Φύγαμε από το καζάνι χορτάτοι και γαμάτοι εντυπώσεις.
28η Οκτωβρίου. Επέτειος του «ΟΧΙ». Συννεφιά έξω και καταχνιά. Κανείς δεν έχει όρεξη. Κανείς δεν θέλει να μαζέψει πράγματα. Κανείς δεν θέλει να φύγει από την Κρήτη. Το πρωί, βρίσκουμε τα μπετονάκια με την τσικουδιά που μας άφησε ο Ζαχάρης για τον καθένα. Και μια κότα στο ψυγείο να φτιάξουμε πιλάφι. Μαγείρεψα. Στρώσαμε το τραπέζι. Σε λίγο ήρθε κι ο Ζαχαρίας. Τόλμησα κι έκοψα ένα μαρούλι από τον κήπο χωρίς να ρωτήσω. Το πράσινα φύλλα του μου θύμισαν την περασμένη άνοιξη. Τη ζωή που ξεπεταγόταν από τα σπλάχνα της Κρήτης όπως η χαρά από την καρδιά μου. Μα που πήγε όλη αυτή η χαρά? Την πήρε μαζί του το καλοκαίρι.
Κι άλλα αγκαλιάσματα. Θλιμμένα. «Να ‘ρχεσαι όποτε θέλεις. Το σπίτι δικό σου. Κι ας μην μπορεί η Λία. Και μόνη σου να ‘ρθεις.» «Λία είμαι πολύ θτενοχωλημένοθ. Δε θέλω να φύγουμε.»
Καράβι. Επιστροφή. 8 μπωφώρ. Ξαπλώνω. Αναρωτιέμαι πώς να είναι τα Χριστούγεννα το χωριό. Αχ να μπορούσα να έμενα πίσω…
Εσύ όπου κι αν πας σ’ όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς.
Καλό χειμώνα αδέλφια. Δεν το κέρδισα το λαχείο. Ευτυχώς, μούμεινε η εκδρομή!


...................................

Friday, October 21, 2005

Ευχαριστώ.


Διάβασα σήμερα το πρωί το άρθρο της κυρίας Κόχυλα στα Νέα.
Το βρήκα πάνω στο γραφείο μου μόλις μπήκα. Το είχε κατεβάσει ο Γιωργάκης μας από κάπου στον ιστό και μου το τύπωσε σε Α3, έγχρωμο. Να το δώ, να χαρώ. «Το έχω σώσει και στο δίκτυο», μου είπε. Φαίνεται, ότι δεν είναι μόνο για μένα σημαντικό, να δω το όνομά μου τυπωμένο σε εφημερίδα (και να μην είναι σε αγγελτήριο θανάτου,ή, ακόμα χειρότερα, σε προαναγγελία γάμου). Ευχαριστώ πολύ λοιπόν την κυρία Κόχυλα που με πρόσεξε και με τίμησε έτσι. Και συμφωνώ απόλυτα μαζί της, ότι υπάρχει μια «κάτω από το τραπέζι» γαστρονομική δραστηριότητα, που τη στεγάζει και την αγκαλιάζει εν πολλοίς ο ιστός.

Αυτό το αντάρτικο της γεύσης, εκφράζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την ίδια την Julie Powell, στο blog της, The Julie/Julia Project στο οποίο με πρωτοέστειλε ο kuk και τον ευγνωμονώ γι αυτό.

"But I am strong. And I have had enough. Enough of the $40 olive oils and imported semolina flour and "please, Turkish oregano only." If I read one more dining guru gushing about "honest ingredients, treated with respect," I shall vomit, sir. And "Market Menus"? Dont get me started. The well-meant "food revolution" Alice Waters instigated some thirty years ago has metastasized horribly. The Victorians served Strawberries Romanoff in December; now we demonstrate our superiority by serving our organic, dewy heirloom strawberries only during the two-week period when they can be picked ripe off the vine at the boutique farm down the road from our Hamptons bungalow. People speak of gleaning the green markets for the freshest this, the thinnest that, the greenest or firmest or softest whatever, as if what they're doing is a selfless act of consummate care and good taste, rather than the privileged activity of someone who doesn't have to work for a living.

The more things change, the more they stay the same."

Και μου ‘ρχεται ειλικρινά να τη φιλήσω κάθε φορά που διαβάζω τις φράσεις «εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο», «φρεσκοτριμμένο πιπέρι», και «θαλασσινό αλάτι» σε ένα άρθρο, που απευθύνεται σε Ελληνες. Λες και υπάρχει Ελληνας που δεν έχει στο σπίτι του εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και θαλασσινό αλάτι, ή λες και η ψαρόσουπα της μαμάς μου που έχει πιπέρι πούδρα, αγορασμένο χύμα από την Ευριπίδου, δεν είναι η καλύτερη ψαρόσουπα του κόσμου.

Οι κουζινομπλόγκερς ανά τον κόσμο, αναζητούν την περιπέτεια, δεν υπαινίσσονται ποτέ ότι έφτασαν, ξέρουν ότι ο δρόμος είναι μπροστά και το «ωραίο ταξίδι» τους περιμένει. Και είτε μαγειρεύουν απλά, είτε εξεζητημένα, είναι πάντα απλοί στην ουσία τους γιατί όπως λέει και η κυρία Κόχυλα, δεν περιμένουν ανταπόκριση στην προσφορά τους. Απλώς, δίνουν.

Ευχαριστώ είπα? Ευχαριστώ κυρία Κόχυλα.

Wednesday, October 12, 2005

Σας αρέσουν οι σούπες?







Το ‘χω ξαναπεί, πως έχω ένα κόλλημα μ’ εκείνα τα φαγητά που στο μυαλό μου ταυτίζονται με την αφθονία. Είτε είναι κόκκοι (ρύζια, κους-κους, ζυμαρικά, όσπρια) είτε σούπες σε βαθειά μπωλ, υγρές απαλές, μαλακτικές του λαιμού και της ψυχής…

Το άλλο πράγμα που μ’ αρέσει, είναι τα παράδοξα χρώματα στα πιάτα. Αγαπώ το βελούδινο ρουμπινί χρώμα του ριζόττο ρουμπίνο, το λαμπερό χρυσό του ριζόττο μιλανέζε, την πανδαισία της παέλλιας, το φωτεινό πράσινο της μπιζελόσουπας, το σκούρο γαιώδες καφέ της σούπας με πορτσίνι.

Το πιάτο που θα σας προτείνω σήμερα, είναι συνδιασμός ένος λαμπερού χρώματος και η απαλή, εκ των έσω αγκαλιαστική αίσθηση μιας απαλής σούπας. Κολοκυθόσουπα.!!!!! Υγρός, ζεστός ήλιος σε βαθύ πιάτο.

Θα χρειαστειτε :

1 κιλό κολοκύθα
2 σκελίδες σκόρδο
1 κρεμμύδι ξερό
1 πράσσο
2 καρότα
Λίγη Μαραθόριζα (μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα εξωτερικά φύλλα του φινόκιο που θα κάνετε σαλάτα)
Ελαιόλαδο ή λίγο βουτυράκι (μια φορά, δεν πειράζει)
½ λίτρο ζωμό από κοτόπουλο, ή άλλο κρέας (εννοείται σπιτικό, αλλά αν θέλετε οπωσδήποτε κύβο, τσιμέντο να γίνει, δε μαλώνουμε)
Μπαχαρικά :
Ή αστεροειδή γλυκάνισο (πάει πολύ με τη μαραθόριζα)
Ή κύμινο
Ή κρόκο
Σε καμμία περίπτωση και τα 3 μαζί.
1 κουταλιά κρέμα γάλακτος πυκνή ή στραγγιστό γιαούρτι για κάθε πιάτο
Αλάτι-πιπέρι

Για πάμε γερά!

Καθαρίζουμε την κολοκύθα και την κόβουμε σε μικρά κομμάτια.
Σωτάρουμε στο βουτυράκι κατά προτίμηση, λαδάκι για τους φανατικούς των ειδών υγιεινής, το σκόρδο.
Προσθέτουμε το κρεμμύδι και το πράσσο ψιλοκομένα και σωτάρουμε ώσπου να γίνουν διαφανή.
Προσθέτουμε την κολοκύθα, τη μαραθόριζα και τα καρότα ψιλοκομμένα.
Σκεπάζουμε με ζωμό όλα τα λαχανικά και αφήνουμε τη σούπα να βράσει σε μέτρια φωτιά, ώσπου να μαλακώσουν πολύ όλα τα λαχανικά.
Αν χρησιμοποιήσουμε αστεροειδή γλυκάνισο, τον βάζουμε στην κατσαρόλα από την αρχή του βρασμού, σε ένα διχτάκι, για να μπορούμε να τον ψαρέψουμε.

Όταν τα λαχανικά μαλακώσουν, σουρώνουμε όλη τη σούπα σε σίτα και κρατάμε το ζωμό. Περνάμε τα λαχανικά από το μπλέντερ και ενσωματώνουμε στο ζωμό τον πουρέ τους.
Βάζουμε τη σούπα να πάρει μια τελευταία βράση. Σ’ αυτή τη φάση θα ρίξουμε τον κρόκο (περίπου 20 στήμονες) αν τον χρησιμοποιήσουμε, ή το κύμινο.
Σερβίρουμε τη σούπα σε βαθειά πιάτα ή μπωλ αδειάζοντας στο κέντρο τους μια κουταλιά πυκνή κρέμα γάλακτος ή γιαούρτι σακκούλας.
Συνοδεύουμε με τραγανά σκορδόψωμα.

Καλή όρεξη, καλή ζεστασιά, καλή παρηγοριά… καληνύχτα.

Tuesday, October 11, 2005

η ωραία Ανδριάννα στο μπαλκόνι της














Girl on Balcony
David Magradze


Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά για τους bloggers, από επώνυμους κι ανώνυμους, από εμάς κι από τους άλλους... τι να προσθέσω εγώ? Δεν ήθελα να μιλήσω γι αυτό το θέμα. Τα γράψανε οι εφημερίδες, κάποιοι από εμάς μαλώσανε μεταξύ τους για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο και για το ποιος είναι ποιος... Αλήθεια τι σημασία έχει?

Για μένα καμμιά. Αυτό που είναι για μένα οι bloggers, κι αυτό που είναι για μένα τα blogs, είναι ένα ζωγραφιστό μπαλκόνι. Στο μπαλκόνι αυτό, που θα μπορούσε να το έχει ζωγραφίσει ο Θεόφιλος, κάθονται οι bloggers, ο καθένας στο δικό του, βλέπουν τον κόσμο και μονολογούν. Είναι μόνοι. Εννοώ, μόνοι σ' αυτό το μονόλογο. Δεν περιμένουν απόκριση. Γι αυτό και η χαρά τους δεν κρύβεται όταν την βρουν. Όταν κάποιος τους απαντήσει. Καμμιά φορά, σαν γειτόνισσες μιλάνε με τα διπλανά μπαλκόνια, όμως κατ' ουσίαν είναι μόνοι. Συχνά, θαυμάζουν τις ωραίες αστραφτερές μπουγάδες της μιας γειτόνισσας, ή το καινούργιο φουστάνι της άλλης και το λένε. Όμως δεν βγαίνουν γι αυτό στο μπαλκόνι. Βγαίνουν για να πάρουν αέρα. Γιατί αν δεν μιλήσουν, θα σκάσουν. Κι έχουν έτσι μια ασφάλεια, που προκύπτει από αυτήν ακριβώς την μη ανάγκη της αναγνώρισης που τους χαρακτηρίζει.

Δεν είναι ψωροπερηφάνεια αυτή η στάση. Είναι επίγνωση οτι λένε το μακρύ τους και το κοντό τους και θα το λένε για πάντα what so ever και δεν τους αφορά τι θα πουν οι άλλοι. Σε μερικά blogs αυτό είναι πολύ προφανές. Δεν έχουν καθόλου την αγωνία της επισκεψιμότητας. Δεν αναζητούν κοινό. Κι ενώ είναι βέβαιο οτι τα κείμενά τους ανοίγουν βαθειά αυλάκια στις ψυχές όλων μας, εν τούτοις, ο σχολιασμός τους είναι μικρός. Γιατί? Μα γιατί όλοι εμείς, δυσκολευόμαστε πάντα να μιλήσουμε απέναντι στην αλήθεια. Και γιατί δεν έχει σημασία που εκφράζουν μια υποκειμενική αλήθεια, αυτή, είναι τόσο ειλικρινής και άμεση, τόσο αφοπλιστικά αληθένια αλήθεια, που απλώς μας αφήνει άφωνους.

Αυτή τη μοναξιά αγαπάω στους bloggers, αυτή την αλήθεια κι αυτή σας στέλνω να συναντήσετε σε όλα τα links μου και σε άλλο ένα .

Let me speak no more... αφού μόνο για συνταγές και καταπότια είμαι, τι τι θέλω τη φιλοσοφία?

Friday, September 30, 2005

Να βάλουμε όλοι ένα χεράκι?

Έχω να σας πω πολλά.
Για το καταπληκτικό εστιατόριο που ανακάλυψα στο Γκάζι, την Τρελλή Πάπια.
Για τη μαρινάτα για κόκκινα κρέατα με μυρτιά.
Για το υπέροχο γκράφιτι που στόλισε το αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ απέναντι από το Γκάζι, Πειραιώς και Ερμού.
Για την πρόοδο της Μάγιας στην α’ δημοτικού.
Για την κίτρινη κολοκύθα και πώς να φτιάξετε ραβιόλια γεμιστά και γλυκιές κολοκυθόπιτες μ’ αυτήν.
Όμως μου έχει πέσει πολλή δουλειά μαζεμένη και πνίγομαι και τα μπλογκάκια μου αραχνιάσανε. Τελείως όμως.

Θ’ αφήσω λοιπόν όλα αυτά στην άκρη και θα τα μαζέψω να σας τα πω αναλυτικά με μια μικρή καθυστέρηση. Τώρα θέλω να σας ζητήσω βοήθεια.

Πριν δυο Δευτέρες συναντηθήκαμε οι εθελοντές των Δρόμων Ζωής και ορίσαμε τις δράσεις του φετεινού Χειμώνα. Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος θα οργανώσουμε ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο Bazaar με σκοπό να μαζέψουμε τα χρήματα που χρειάζονται για να καλυφθούν οι βασικές μας λειτουργικές δαπάνες. Τα ενοίκια του κέντρου στο οποίο γίνονται τα μαθήματα και οι ομάδες ψυχολογικής στήριξης, καμμιά ΔΕΗ, τέτοια πράγματα.

Τι θέλω από σας?
2 Πράγματα :
Κατ’ αρχήν, αν έχετε οτιδήποτε που θα μπορούσε να πουληθεί στο μπαζάρ, κρύσταλλα, παλιά ρολόγια, παλιά βιβλία, καινούργια βιβλία, ένα πολύ καλό κομμάτι καθαρό και σιδερωμένο, ρούχο, ένα γλυκό, ένα κιλό μεζεδάκια, χριστουγεννιάτικα στολίδια, κοσμήματα που δεν φοράτε, ένα χειροτέχνημα, κεριά που δεν ανάψατε ποτέ και βαρεθήκατε να τα βλέπετε, θέλω να βάλετε το χέρι στην καρδιά και να μου το εμπιστευθείτε.
Έπειτα, αν θέλετε και μπορείτε να μας διαθέσετε 4 ώρες από τον χρόνο σας το Σαββατοκύριακο 10-11 Δεκεμβρίου για να στελεχώσετε το μπαζάρ, πάλι να βάλετε το χέρι στην καρδιά και να μου στείλετε ένα σχόλιο ή ένα μεηλάκι.
Τρίτον (αρχίζω να ακούγομαι σαν την Ισπανική Ιερά Εξέταση των Monty Pythons), σας παρακαλώ θερμά, να το κοινοποιήσετε σε φίλους σας.
Ενδεχομένως, να βάλετε ένα λινκάκι στη σελίδα σας.
Κοντολογίς, ζητώ από σας ό,τι θέλετε και ό,τι μπορείτε να προσφέρετε για να αποδείξουμε στους εαυτούς μας και τον κόσμο, όλοι μαζί, ότι δεν υπάρχουν πολιτιστικά σύνορα στην Ελλάδα. Ότι διεκδικούμε και πετυχαίνουμε για τους Έλληνες Μουσουλμάνους, όλα αυτά που η κοινωνία αρνείται να τους δώσει, αν και η πολιτεία τους τα προσφέρει.

Σφίξτε μας το χέρι, το έχουμε ανάγκη για να πάρουμε δύναμη.
Βοηθήστε μας όπως μπορείτε.
Ελάτε να μας γνωρίσετε.
Θα εκπλαγείτε.

Στο Γκάζι τα παιδιά ονειρεύονται.

Magica de Spell

Friday, September 16, 2005

Tagine αρνιού (παραδοσιακό του Δεκαπενταύγουστου)

Ένα από τα καλύτερα φαγητά του καλοκαιριού που πέρασε ήταν αυτό.
Γενικώς φέτος το καλοκαίρι, δεν μαγείρεψα πολύ (μια και βρισκόμουνα en regime με σκοπό την απώλεια βάρους) και δεν έφαγα καλά και έξω, μια και στον Πόρο, αντίθετα με την περί του αντιθέτου άποψη που προσπαθούν να περάσουν οι διαφημίσεις, το φαί είναι απαίσιο σχεδόν παντού!

Μια μέρα μόνο αποφάσισα ότι θα μαγειρέψω ένα καλό φαγάκι και θα το ρίξω εντελώς έξω θερμιδικώς πως και αυτή ήταν της Παναγίας. Αποφάσισα λοιπόν να μαγειρέψω ένα πιο γιορτινό κρέας και σκέφτηκα το αρνάκι. Πριν φύγω βεβαίως από την Αθήνα, είχα προνοήσει η πονηρή, να κάνω τις δέουσες προμήθειες σε μπαχαρικά και άλλα τινά μη ευρισκόμενα ευκόλως στην αγνή ελληνική ύπαιθρο.

Ανάμεσα σ’ αυτά αγόρασα μια πάστα από το Carrefour, που λέγεται Lemon Tagine και η μάρκα της είναι al Fez, μια μάρκα γνωστή σε όσους καταγίνονται με την βορειοαφρικάνικη κουζίνα. Λοιπόν αυτό το πραματάκι (είναι ένα μικρό βαζάκι στα ράφια με τα έθνικ τρόφιμα) είναι θαυματουργό. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα για πιάτα τύπου Μαροκινά, γιατί περιέχει τις σωστές αναλογίες μπαχαρικών, που αν δεν είσαι ντόπιος συνήθως τις χάνεις. Το πόσο δυνατή θα είναι η γεύση το ρυθμίζεις με την ποσότητα της πάστας που χρησιμοποιείς, αλλά η ισορροπία των μπαχαρικών μεταξύ τους είναι εξασφαλισμένη. Φυσικά εγώ την κουτσουκέλα μου την έκανα. Γιατί έχοντας προμηθευτεί και αστεροειδή γλυκάνισο από την Αθήνα, τον χρησιμοποίησα, όχι μόνο για το απαλό γλυκό του άρωμα, αλλά κυρίως για την υπέροχη λουλουδάτη όψη που έδωσε στο τελικό πιάτο.

Το άλλο πρόβλημα που τυχόν αντιμετωπίσετε, είναι το πανελλήνιο πρόβλημα γνωστό με την διακριτική ονομασία «χασάπης». Ο χασάπης στην Ελλάδα, είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος νομίζει ότι έχει επιφορτιστεί με το βαρύ όσο σημαντικό καθήκον να καταστρέψει ολοσχερώς το κρέας πριν σας το δώσει. Παίρνει λοιπόν τον μπαλντά και ρημάζει το κρέας έτσι ώστε να εξασφαλίσει τα εξής :
Να μην έχει αφαιρέσει τις πέτσες.
Να έχει θρυμματίσει τα κόκκαλα σε μέγεθος κεφαλής καρφίτσας.
Να έχει καταντήσει το κρέας ίδιο με το αποτέλεσμα δαγκώματος ύαινας.
Με αυτόν τον τρόπο, ξυπνάει μέσα σας τον άνθρωπο – κυνηγό και σας φέρνει πιο κοντά στη φύση. Επίσης, έχει καταστήσει το κρέας πλήρως άνοστο, ώστε να μην φάτε πολύ και παχύνετε.
Εμένα λοιπόν με έριξε η μαύρη μοίρα μου (μάνα κακομοίρα μου) σε χασάπικόν τι του Γαλατά Τροιζηνίας. Μπαίνω στο χασάπικο, του οποίου είμαστε πελάτες τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον και λέω στην χασάπισσα :
-Ένα αρνίσιο μπουτάκι παρακαλώ.
-Να σας το κόψω?
-Θα ήθελα να μου αφαιρέσετε το κόκκαλο.
-Δυστυχώς κοπέλλα μου (προσέξτε τον ενικό της ασχετίλας, θα το αναλύσω σε άλλο ποστ το μεγάλο αυτό θέμα) δεν μπορώ να σε εξυπηρετήσω. Δεν ξέρω να βγάζω το κόκκαλο και έχει και πολύ δουλειά.
-Καλά, μπορείτε τουλάχιστον να μου το καθαρίσετε επειδή εσάς είναι καλύτερο το μαχαίρι σας?
Λαμβάνει τον μπαλντά, αφαιρεί το 1/3 του λίπους και το βάζει μέσα στο χασαπόχαρτο, να ζυγιστεί, μην τυχόν και χάσει 30 λεπτά από τα 50 ευρώ (σας θυμίζω ότι είναι 17.000 Δρχ) που πλήρωσα για το κρέας.
Παίρνω το μπουτάκι μου και φεύγω χωρίς να κάνω σκηνή, γιατί ο γιος της είναι ερωτευμένος με την αδελφή μου εδώ και δυο χρόνια χωρίς ανταπόκριση, έχω τραγουδήσει άπειρες φορές το «μες στη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι» και δεν θέλω να κόψω κάθε ελπίδα του παιδιού, ούτε να γίνω εμπόδιο στην εξέλιξη του ειδυλλίου.
Γυρίζω στο σπίτι, αποφασισμένη ότι θα κόψω το κρέας όπως αξίζει σε ένα ακριβό κομμάτι και ένα πιάτο αξιώσεων.

Ηθικόν δίδαγμα : ή βρείτε έναν καλό χασάπη και κάντε του ό,τι χάρη σας ζητήσει που να μην θίγει τον ηθικό σας κώδικα, έτσι ώστε να μπορείτε εσείς να του ζητήσετε να κόψει το κρέας όπως το θέλετε, ή αγοράστε ένα πολύ καλό, επαγγελματικό μαχαίρι, και μάθετε να το κόβετε μόνοι σας. (Εγώ έχω ευαίσθητο ηθικό κώδικα κι επιπλέον τα νεύρα μου κι έτσι επένδυσα σε μαχαίρια.)

Ανήμερα της Παναγίας και αφού γυρίσαμε από την εκκλησία σαν καλοί Χριστιανοί, λαμβάνω το καλό μου το μαχαίρι (που αντικειμενικά δεν είναι και τόσο καλό αλλά ήταν εντελώς καινούργιο) και με υπομονή και σάλιο (πιπέρι στο στόμα, κακό κορίτσι) χωρίζω το μπουτάκι μου στους μυς που το απαρτίζουν και όλους μαζί από το μηριαίο οστούν. Μου πήρε λίγο χρόνο παραπάνω αλλά το κρέας μου ήταν καθαρό από λίπος και έτοιμο να μαγειρευτεί διατηρώντας τους χυμούς και την γεύση του, για την οποία και το αγόρασα.

Τι χρησιμοποίησα :

1 κιλό ψαχνό από μπουτάκι αρνιού
1 κιλό καρότα
1 ματσάκι μαϊντανό
4 κ.γ. πάστα Lemon Tagine
1 κρεμμύδι λεπτοκομμένο (όχι λιώμα)
4 σκελίδες σκόρδο
10 αστεράκια γλυκάνισου
1 σακουλάκι κουκουνάρι (δυστυχώς τυποποιημένο)
2 κούπες κους – κους
2 κ. σ. βούτυρο καλής ποιότητας
3-4 κ.σ. ελαιόλαδο
αλάτι προαιρετικά


Πως το έφτιαξα :

Αφού χώρισα το κρέας στους μυς του, έκοψα περίπου 1 κιλό από αυτό σε μικρά φιλετάκια πάχους περίπου 2 εκατοστών
Σωτάρησα στο ελαιόλαδο το κρεμμύδι και το σκόρδο και λίγο πριν γίνει το κρεμμύδι διαφανές, προσέθεσα το κρέας, έτσι ώστε η εγκάρσια πλευρά των φιλέτων να σωταριστεί.
Προσέθεσα την Lemon Tagine και γύρισα τα φιλετάκια κι από την άλλη να ροδίσουν καλά.
Προσέθεσα τα καρότα κομμένα σε ροδέλλες και τα ανακάτεψα πολύ καλά με το κρέας. Ομοίως τον αστεροειδή γλυκάνισο.
Πρόσεθεσα χλιαρό νερό όσο να σκεπάζει σχεδόν το φαγητό και μόλις πήρε βράση, χαμήλωσα την φωτιά αρκετά και το άφησα σκεπασμένο να δουλεύει για την ωραία μου πάρτη.
Όταν το φαγητό ήταν σχεδόν έτοιμο, προσέθεσα το κουκουνάρι και τον μαϊντανό πολύ ψιλοκομμένο. Σ’ αυτή τη φάση δοκιμάστε το και προσθέστε αν θέλετε αλάτι και πιπέρι.

Ετοίμασα το κους κους όπως λένε οι οδηγίες του πακέτου και του έβαλα και το βουτυράκι.

Σε μεγάλη πιατέλα άπλωσα το κους κους σε ωραίο βουναλάκι και γύρω γύρω τοποθέτησα τα κομμάτια του κρεατος. Στόλισα το κους κους με τα καρότα και τον γλυκάνισο και το ράντισα με τη σάλτσα του φαγητού.

Το σερβίρισα αμέσως .

Το συνοδέψαμε παράδοξα : με Πέτρινες Πλαγιές Παλυβού (Μαλαγουζιά-Chardonnay), ξεφεύγοντας από τα στερεότυπα περί κόκκινου κρασιού για το κόκκινο κρέας, επειδή η σάλτσα δεν είχε ίχνος ντομάτας και το βουτυρένιο στρογγυλό στόμα του Chardonnay, βρήκα ότι αγκάλιαζε στοργικά το λιπαρό από τη φύση του και αρωματικό από τη θέση του αρνάκι μου.

Ελπίζω πραγματικά να σας αρέσει και να το ευχαριστηθείτε με καλόφαγη παρέα, αλλά όχι πολυπληθή. Από αυτό το φαγητό, πρέπει να φας πολύ!